δογματίζω: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δογματίζω''': [[λέγω]] ὡς γνώμην, [[προτείνω]], Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20. | |lstext='''δογματίζω''': [[λέγω]] ὡς γνώμην, [[προτείνω]], Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soutenir une opinion.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A lay down as an opinion, ἀϊδίους εἶναι Phld.Piet.19; τὰ αἰσχρά Arr.Epict. 3.7.18: abs., S.E.P.1.13, al.; οἱ -οντες, = οἱ δογματικοί, Gal.18(1).270:—Pass., τὰ -όμενα S.E.P.1.18. 2 decree by ordinance, c. inf., D.S.4.83, LXX 1 Es.6.34; of the Roman Senate, J.AJ14.10.22; δ. τινὰ καλήν declare her beautiful, AP9.576 (Nicarch.):—Pass., τὰ δογματισθέντα IG12(3).173.53 (Astypalaea), cf. ib. 14.759.13 (Naples). 3 in Pass., of persons, submit to ordinances, Ep.Col.2.20.
German (Pape)
[Seite 651] einen Beschluß festsetzen; bestimmen; D. Sic. 4, 83; ἐμὲ καλήν, entschied, daß ich schön sei, Nicarch. 11 (IX, 576). Bei K. S. = lehren.
Greek (Liddell-Scott)
δογματίζω: λέγω ὡς γνώμην, προτείνω, Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ὑποβάλλω ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20.
French (Bailly abrégé)
soutenir une opinion.
Étymologie: δόγμα.