εἰκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκαῖος''': -α, -ον, [[ἄνευ]] σκοποῦ, [[μάταιος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[μάταιος]], ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία [[χάρις]] Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχ. 6· εἰκ. [[διήγημα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, [[μάτην]], εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ματαιόφρων]], [[κοῦφος]], [[φαῦλος]], Πολύβ. 77, 5, κτλ.
|lstext='''εἰκαῖος''': -α, -ον, [[ἄνευ]] σκοποῦ, [[μάταιος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[μάταιος]], ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία [[χάρις]] Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχ. 6· εἰκ. [[διήγημα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, [[μάτην]], εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ματαιόφρων]], [[κοῦφος]], [[φαῦλος]], Πολύβ. 77, 5, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />le premier venu ; commun, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκῇ]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαῖος Medium diacritics: εἰκαῖος Low diacritics: εικαίος Capitals: ΕΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: eikaîos Transliteration B: eikaios Transliteration C: eikaios Beta Code: ei)kai=os

English (LSJ)

α, ον, (εἰκῇ)

   A without aim or purpose,    1 of things, random, purposeless, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308; ὡς εἰκαῖον ὄν as being useless, Luc.JConf.6; εἰ. διήγημα J.BJProoem. 1. Adv. -ως, δοξάζειν cj. in Epicur.Ep.1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.in Cra.p.26 P.: Comp. -ότερον S.E. M.1.276: neut. pl. as Adv., Lyc.748.    2 of persons, rash, hasty, Plb.7.7.5, etc.; οἱ πολλοὶ καὶ εἰ. Cebes 12; τὸ εἰ. PRyl.235.12 (ii A. D.).    3 ordinary, casual, J.BJ2.10.2, Luc.Am.33; taken at random, ξύλα Iamb.Comm.Math.4; careless, σφίξις Heliod. ap. Orib. 50.9.10.

German (Pape)

[Seite 726] wer εἰκῇ, unüberlegt, aufs Gerathewohl handelt; Pol. neben θρασύς, 15, 25, 4; neben παράνομος, 7, 7, 5; εἰκαιότατοι καὶ χείριστοι 32, 21, 8; von Sachen, die planlos, von Ungefähr geschehen, σχολή Soph. frg. 288; σκύλματα κόμης Haec. 3 (V, 130); σοφίη Leon. Al. 3 (IX, 80); der erste beste, Luc.; vergeblich, Luc. Iup. conf. 6 u. a. Sp.; VLL. μωρόν, μάταιον. – Adv. εἰκαίως, D. L. 2, 128 u. A.; εἰκαῖα, Lycophr. 748.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαῖος: -α, -ον, ἄνευ σκοποῦ, μάταιος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, μάταιος, ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία χάρις Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχ. 6· εἰκ. διήγημα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, μάτην, εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, ματαιόφρων, κοῦφος, φαῦλος, Πολύβ. 77, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
le premier venu ; commun, vulgaire.
Étymologie: εἰκῇ.