εἰρωνεύομαι: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰρωνεύομαι''': ἀποθ., ὑποκρίνομαι ὅτι δὲν [[γνωρίζω]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν ἵνα περιπλέξω τινά, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 24, Πολ. 3. 2, 2· [[πρός]] τινα Πλάτ. Κρατ. 384Α· [[καθόλου]] προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], ἤκουσας αὐτῆς [[οἷον]] εἰρωνεύεται; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1211, Δημ. 1394. 13· πρβλ. [[εἰρωνεία]]. | |lstext='''εἰρωνεύομαι''': ἀποθ., ὑποκρίνομαι ὅτι δὲν [[γνωρίζω]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν ἵνα περιπλέξω τινά, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 24, Πολ. 3. 2, 2· [[πρός]] τινα Πλάτ. Κρατ. 384Α· [[καθόλου]] προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], ἤκουσας αὐτῆς [[οἷον]] εἰρωνεύεται; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1211, Δημ. 1394. 13· πρβλ. [[εἰρωνεία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=interroger, <i>p. ext.</i> agir avec une feinte ignorance, faire l’ignorant.<br />'''Étymologie:''' [[εἴρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A feign ignorance, so as to perplex, Arist. Rh.1379b31; πρός τινα Pl.Cra.384a; πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11; banter, Arist.Pol.1275b27: generally, dissemble, shuffle, Ar.Av.1211, Pl.Ap.38a, D.60.18. 2 employ understatement, Polystr.p.15 W. II trans., treat with sarcasm, τινά Him.Ecl.1.13.
German (Pape)
[Seite 736] med., sich im Reden verstellen, sich unwissend stellen in dem, was man weiß; Plat. Apol. 38 a Spph. 268 b u. öfter; Dem. 60, 18; Arist. Eth. 4, 13; πρός τινα, Dinarch. 2, 11; übh. sich verstellen, Ar. Av. 1211; D. Hal. 9, 60 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνεύομαι: ἀποθ., ὑποκρίνομαι ὅτι δὲν γνωρίζω, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν ἵνα περιπλέξω τινά, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 24, Πολ. 3. 2, 2· πρός τινα Πλάτ. Κρατ. 384Α· καθόλου προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1211, Δημ. 1394. 13· πρβλ. εἰρωνεία.
French (Bailly abrégé)
interroger, p. ext. agir avec une feinte ignorance, faire l’ignorant.
Étymologie: εἴρων.