πωλοδαμνέω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωλοδαμνέω''': [[δαμάζω]] καὶ [[ἐκγυμνάζω]] νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ [[πωλεύω]], παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· [[νεότης]] πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.
|lstext='''πωλοδαμνέω''': [[δαμάζω]] καὶ [[ἐκγυμνάζω]] νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ [[πωλεύω]], παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· [[νεότης]] πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> dompter des poulains ; <i>en gén.</i> dresser de jeunes chevaux;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dresser, former, <i>fig.</i><br />'''Étymologie:''' [[πωλοδάμνης]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλοδαμνέω Medium diacritics: πωλοδαμνέω Low diacritics: πωλοδαμνέω Capitals: ΠΩΛΟΔΑΜΝΕΩ
Transliteration A: pōlodamnéō Transliteration B: pōlodamneō Transliteration C: polodamneo Beta Code: pwlodamne/w

English (LSJ)

   A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e.    2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.

German (Pape)

[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.

Greek (Liddell-Scott)

πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.