ἐπίσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
|lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηνος Medium diacritics: ἐπίσκηνος Low diacritics: επίσκηνος Capitals: ΕΠΙΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: epískēnos Transliteration B: episkēnos Transliteration C: episkinos Beta Code: e)pi/skhnos

English (LSJ)

ον,

   A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579.    2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. sq.    II. on the stage: ἡ ἐ., as Subst., = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6.    III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.    IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.