ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d’une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστορέννῡμι Medium diacritics: ἐπιστορέννυμι Low diacritics: επιστορέννυμι Capitals: ΕΠΙΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epistorénnymi Transliteration B: epistorennymi Transliteration C: epistorennymi Beta Code: e)pistore/nnumi

English (LSJ)

or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. -στρώσω: aor. 1 -εστόρεσα or -έστρωσα: aor. Med.

   A -εστορέσαντο Nonn.D.24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24.    2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d’une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.