ἐπισυνάγω: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισυνάγω''': [[συνάγω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, Πολύβ. 1. 75, 2., 5. 97, 3· ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 37, κτλ. ― Παθ., Πλούτ. 2. 894Α ἐπισυστέλλω, «οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην [[ἄγαν]] ἔχουσι» Ἡσύχ. ἐν λέξει [[σφηκίσκος]], πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει σφηκώδεις. | |lstext='''ἐπισυνάγω''': [[συνάγω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, Πολύβ. 1. 75, 2., 5. 97, 3· ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 37, κτλ. ― Παθ., Πλούτ. 2. 894Α ἐπισυστέλλω, «οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην [[ἄγαν]] ἔχουσι» Ἡσύχ. ἐν λέξει [[σφηκίσκος]], πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει σφηκώδεις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rassembler en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[συνάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A collect and bring to a place, Plb.1.75.2 (Pass.), 5.97.3, Wilcken Chr.11A5 (ii B.C.) ; gather together, LXX Ge.6.16, al., Ev.Matt.23.37, etc.:—Pass., OGI90.23 (Rosetta, ii B. C.), Placit. 3.4.1, Ph.1.338 ; οἱ -συνηγμένοι ἐν Ξόει Βοιωτοί Supp.Epigr.2.871 (Egypt, ii B. C.) ; to be combined, τὰ ἐκ τῶν πληθυντικῶν εἰς τὰ ἑνικὰ -όμενα Longin.24.1 ; ἐπισυναχθέντες τόκοι accumulated interest, PGrenf.2.72.8 (iii/iv A. D.), cf. PFlor.1.46.14 (ii A. D.) ; ἐπισυναγόμενος ἀριθμός counted up, Ptol.Tetr.43. II bring in, in a discussion, περιττὸν-ειν καὶ ταύτας Phld.Acad.Ind.28. 2 Astrol., = ἐπισυμφέρω, Vett.Val.288.29. III conclude, infer, συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι.. Procl.Hyp.5.54.
German (Pape)
[Seite 987] (s. ἄγω), danach, dazu zusammenführen, versammeln, Pol. 5, 97, 3; N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάγω: συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, Πολύβ. 1. 75, 2., 5. 97, 3· ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 37, κτλ. ― Παθ., Πλούτ. 2. 894Α ἐπισυστέλλω, «οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην ἄγαν ἔχουσι» Ἡσύχ. ἐν λέξει σφηκίσκος, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει σφηκώδεις.