εὐσεβέω: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσεβέω''': εἶμαι [[εὐσεβής]], ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· [[περί]] τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· [[πρός]] τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― [[ὡσαύτως]], εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν [[ταύτῃ]] τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ [[διάκρισις]] [[εἶναι]] [[ἀμφισβητήσιμος]], [[διότι]] καὶ τὰ ῥήματα [[εὐεργετέω]] καὶ [[ἀσεβέω]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C. | |lstext='''εὐσεβέω''': εἶμαι [[εὐσεβής]], ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· [[περί]] τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· [[πρός]] τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― [[ὡσαύτως]], εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν [[ταύτῃ]] τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ [[διάκρισις]] [[εἶναι]] [[ἀμφισβητήσιμος]], [[διότι]] καὶ τὰ ῥήματα [[εὐεργετέω]] καὶ [[ἀσεβέω]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être pieux, montrer des sentiments de piété (religieuse, filiale, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[εὐσεβής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A live or act piously or reverently, abs., Thgn.145, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.), S.Aj.1350, etc.; εἴς τινα towards one, Id.Ant.731; περί τινα E.Alc.1148; περὶ θεούς Pl.Smp.193a; πρὸς τὸν θεόν Men.Mon.567; πρὸς θεούς AP10.107 (E.); εὐ. τὰ πρὸς θεούς S. Ph.1441; τὰ περὶ τοὺς θεούς Isoc.3.2; of outward acts of service, θύουσα καὶ εὐσεβοῦσα τοῖς θεοῖς PRyl.112 (a).4 (iii A.D.); εὐ. θεούς to reverence them, A.Ag.338 (nisi leg. εὖ σέβειν) ; εὐσεβήσασαν τὴν θεόν BCH44.77 (Lagina):—Pass., εὐσεβεῖσθαι to be reverenced, Antipho 3.3.11, Ph.2.201; of a duty, to be reverently discharged, Pl.Ax. 364c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβέω: εἶμαι εὐσεβής, ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· περί τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· πρός τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― ὡσαύτως, εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν ταύτῃ τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ διάκρισις εἶναι ἀμφισβητήσιμος, διότι καὶ τὰ ῥήματα εὐεργετέω καὶ ἀσεβέω εἶναι ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être pieux, montrer des sentiments de piété (religieuse, filiale, etc.).
Étymologie: εὐσεβής.