ζημία: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζημία''': Δωρ. ζᾱμία, ἡ, [[βλάβη]], Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.˙ ἀντίθ. [[κέρδος]], Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.˙ ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12˙ ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124˙ ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19˙ ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, [[πρόστιμον]], ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65˙ ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E˙ ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52˙ καταβάλλειν Δημ. 727. 4˙ [[μετὰ]] … χρημάτων ζημίας, μὲ [[πρόστιμον]] χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], [[πρόστιμον]] ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70˙ ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] Πλούτ. Λυσ. 27˙ τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4˙ πρβλ. [[ἀποχρήματος]]. 2) [[καθόλου]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144˙ ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136˙ πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21˙ γλώσσῃ [[ζημία]] προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382˙ προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7˙ [[θάνατος]] ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65˙ [[ἀλλά]], ἐφ’ οἷς... [[θάνατος]] ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D˙ θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45˙ - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, [[τιμωρία]] διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. [[λέξις]] ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ [[βλάβη]], [[ἀπώλεια]] [[ἀληθής]], [[ἄνθρωπος]] [[οὐτιδανός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 737˙ καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ [[δαμάω]], Κρητ. [[δαμία]], Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3˙ [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2). | |lstext='''ζημία''': Δωρ. ζᾱμία, ἡ, [[βλάβη]], Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.˙ ἀντίθ. [[κέρδος]], Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.˙ ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12˙ ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124˙ ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19˙ ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, [[πρόστιμον]], ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65˙ ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E˙ ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52˙ καταβάλλειν Δημ. 727. 4˙ [[μετὰ]] … χρημάτων ζημίας, μὲ [[πρόστιμον]] χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], [[πρόστιμον]] ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70˙ ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] Πλούτ. Λυσ. 27˙ τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4˙ πρβλ. [[ἀποχρήματος]]. 2) [[καθόλου]], [[τιμωρία]], [[ποινή]], ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144˙ ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136˙ πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21˙ γλώσσῃ [[ζημία]] προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382˙ προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7˙ [[θάνατος]] ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65˙ [[ἀλλά]], ἐφ’ οἷς... [[θάνατος]] ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D˙ θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45˙ - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, [[τιμωρία]] διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. [[λέξις]] ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ [[βλάβη]], [[ἀπώλεια]] [[ἀληθής]], [[ἄνθρωπος]] [[οὐτιδανός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 737˙ καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ [[δαμάω]], Κρητ. [[δαμία]], Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3˙ [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> dommage, perte : ζημίαν [[λαβεῖν]] DÉM éprouver un dommage ; ζημίαν ἡγεῖσθαι IL regarder comme un dommage;<br /><b>2</b> amende pécuniaire : ζημίαν ἀποτίνειν HDT payer, acquitter une amende ; ὀφείλειν HDT devoir une amende, être condamné à une amende ; ζημίαν ὀφείλειν [[τάλαντον]] PLUT être condamné à une amende d’un talent;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> peine, châtiment : ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί HDT infliger une peine à qqn ; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι THC <i>ou</i> προθεῖναι THC <i>ou</i> ποιεῖν XÉN infliger <i>ou</i> fixer par une loi la peine de mort ; [[θάνατος]] ἡ [[ζημία]] ἐπικέεται HDT, θάνατός ἐστι ἡ [[ζημία]] XÉN on est puni de mort;<br /><b>4</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> : t. de reproche</i> fléau, peste (<i>cf. lat.</i> damnum).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ζᾱμία (SIG239Diii5 (Delph., iv B.C.), etc., later σαμία Delph.3(1).342 (ii B.C.), cf. ταμία, ἀττάμιος), ἡ,
A loss, damage, Epich. 148; opp. κέρδος, Lys.7.12, Pl.Lg.835b, Arist.EN1132b12; ζημίαν or -ίας λαβεῖν to sustain loss, S.Fr.807, D.11.11; ζ. ποιεῖν Ar.Pl.1124; ζ. ἐργάζεσθαι Is.6.20 (unless in signf. 1.2); ζ. φέρειντῇ πόλει Pl.Lg.l.c.; ζ. εἶναι νομίζειν consider as loss, Isoc.3.50, Is.7.23; ζ. πλείονα ὑπομένειν τῆς τιμῆς PFlor.142.8 (iii A.D.). 2 ζ. ἐργάζεσθαι, of a slave, be guilty of a delict, Is.6.20 (v. supr.), Hyp.Ath.22. II penalty in money, fine, ζημίην ἀποτίνειν Hdt.2.65, cf. PHal.1.195 (iii B.C.); ἐκτίνειν Pl. Lg.774e; ἱρὴν ζ. ὀφείλειν Hdt.3.52; ζ. καταβάλλειν D.24.83, cf. SIG l.c.; μετὰ . . χρημάτων ζημίας Pl.Lg.862d; ζ. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70; ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plu.Lys.27; τῆς ζ. ἀφεθῆναι Id.Arist.4. 2 generally, penalty, ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.1.144; ζ. ἔπεστί τινι Id.2.136; πρόσκειταί τινι X.Vect.4.21; γλώσσῃ ζ. προστρίβεται A.Pr. 331, cf. 384; with the penalty added, θάνατον ζ. ἐπιθέσθαι, προθεῖναι, τάξαι, to make death the penalty, Th.2.24, 3.44, D.20.135; θάνατος ἡ ζ. ἐπίκειται Hdt.2.38, cf. 65; but ἐφ' οἷς . . θάνατος ἡ ζ. Pl.Prt.325b: in pl., θανάτου ζημίαι πρόκεινται Th.3.45 (v.l.): c. gen. criminis, ζ. ἀδικίας penalty for... Pl.Tht.176d, cf. Lg.860e (pl.). b simply, expense, SIG717.81 (ii/i B.C.), PLond.5.1660.10, 1674.23 (pl., vi A.D.). III of what is bought too dearly, a bad bargain, a dead loss, X.Mem.2.3.2: usu. with Adj., φανερὰ ζᾱμία Ar.Ach.737; καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Alciphr.3.21,38, cf. Alex.56.6.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ (kretisch δαμία, damnum), – 1) Verlust, Schaden, Ggstz κέρδος, Plat. Legg. VIII, 835 b; Xen. Cyr. 2, 2, 12 (neben βλάβη) Arist. Eth. 5, 4 u. öfter; Ggstz ὠφέλεια, Xen. Mem. 2, 3, 6; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachtheil bringen, Ar. Put. 1124; ζημίαν λαβεῖν, Schaden leiden, Dem. 11, 11. – 2) Strafe, bes. Geldstrafe, χρημάτων ζημίαις κολάζει ν Plat. Legg. VIII, 847 a; ἐκ τίνειν, bezahlen, VI, 774 e; Isocr. 1, 28; ἀποτίνειν Her. 2, 85; so καταβάλλω, ὀφλισκάνω, s. Poll. 8, 147, ἐπιτιθέναι Plat. Legg. II, 662 b. Uebh. Strafe, auch Todesstrafe, Din. 1, 60; θάνατος ζημία ἐπικέεται Her. 2, 38; θάνατον ζημίαν προθεῖσι Thuc. 3, 44; Xen. Mem. 1, 2, 62 u. öfter. – Καθαρὰ ζημία, reiner Taugenichts, Alciphr. 3, 21, vgl. Ar. Ach. 737 u. Alexis Ath. III, 104 e.
Greek (Liddell-Scott)
ζημία: Δωρ. ζᾱμία, ἡ, βλάβη, Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.˙ ἀντίθ. κέρδος, Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.˙ ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12˙ ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124˙ ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19˙ ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, πρόστιμον, ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65˙ ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E˙ ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52˙ καταβάλλειν Δημ. 727. 4˙ μετὰ … χρημάτων ζημίας, μὲ πρόστιμον χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D˙ ἀλλ’ ὡσαύτως, ζημία ἐπίκειται στατήρ, πρόστιμον ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70˙ ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Πλούτ. Λυσ. 27˙ τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4˙ πρβλ. ἀποχρήματος. 2) καθόλου, τιμωρία, ποινή, ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144˙ ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136˙ πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21˙ γλώσσῃ ζημία προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382˙ προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7˙ θάνατος ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65˙ ἀλλά, ἐφ’ οἷς... θάνατος ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D˙ θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45˙ - ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, τιμωρία διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. λέξις ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ βλάβη, ἀπώλεια ἀληθής, ἄνθρωπος οὐτιδανός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 737˙ καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ δαμάω, Κρητ. δαμία, Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3˙ ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 dommage, perte : ζημίαν λαβεῖν DÉM éprouver un dommage ; ζημίαν ἡγεῖσθαι IL regarder comme un dommage;
2 amende pécuniaire : ζημίαν ἀποτίνειν HDT payer, acquitter une amende ; ὀφείλειν HDT devoir une amende, être condamné à une amende ; ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον PLUT être condamné à une amende d’un talent;
3 en gén. peine, châtiment : ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί HDT infliger une peine à qqn ; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι THC ou προθεῖναι THC ou ποιεῖν XÉN infliger ou fixer par une loi la peine de mort ; θάνατος ἡ ζημία ἐπικέεται HDT, θάνατός ἐστι ἡ ζημία XÉN on est puni de mort;
4 en parl. de pers. : t. de reproche fléau, peste (cf. lat. damnum).
Étymologie: DELG étym. inconnue.