μετακινέω: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακῑνέω''': μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4. | |lstext='''μετακῑνέω''': μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer de place, déplacer, acc. ; <i>Pass.</i> se déplacer, <i>abs.</i> s’éloigner;<br /><b>2</b> changer, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14. 2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.
German (Pape)
[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.