νεώτερος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεώτερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[νέος]], ἐπὶ προσώπων, σὺ γὰρ γενεῆφι [[νεώτερος]] Ἰλ. Φ. 439· ὢν φύσει ν. Σοφ. Ο. Κ. 1295· παρὰ πολὺ [[νέος]], Ὀδ. Φ. 132· - οἱ νεώτεροι, οἱ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, Θουκ. 5. 50· τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. [[αὐτόθι]] 64· - [[μετὰ]] γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, οἱ παρὰ πολὺ νέοι ἢ [[ὥστε]] νὰ ἐνθυμῶνται τὰ συμβάντα, Δημ. 242. 15. 2) [[οὕτως]] ἐν τῷ ὑπερθετ., γενεῇ δὲ [[νεώτατος]] ἔσκεν ἁπάντων Ἰλ. Η. 153, κτλ.· ἡ νεωτάτη [[δημοκρατία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[νεώτερος]], νεώτερα κακὰ Πινδ. Π. 4. 275· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ. [[χειρότερος]], ν. [[βούλευμα]] Σοφ. Φιλ. 560· [[ὡσαύτως]] μόνον νεώτερα, Λατ. gravius quid, Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 62, Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310Β· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 8. 21· ἤν τι δρᾷ ν. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 338, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 74. 5, Θεόκρ. 24 40· μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Θουκ. 1. 132· κατά τινα Ἡρόδ. 8 142· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. 5. 93· νεώτερα βουλεύειν ἢ ποιεῖν [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 1. 210, Θουκ. 2. 6. 2) [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, νεώτερόν τι, [[νεωτερισμός]], [[στάσις]], στασιαστικὸν [[κίνημα]], Λατ. res novae, ν. τι ποιέειν Ἡρόδ. 5. 33, κτλ.· ν. πράγματα πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 19· νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν, res novas moliri, Ἰσοκρ. 151Ε, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9, κτλ.· πρβλ. [[νεωτερίζω]] ΙΙ, [[νεοχμόω]]. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅρα [[νέος]] ΙΙ. 2.
|lstext='''νεώτερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[νέος]], ἐπὶ προσώπων, σὺ γὰρ γενεῆφι [[νεώτερος]] Ἰλ. Φ. 439· ὢν φύσει ν. Σοφ. Ο. Κ. 1295· παρὰ πολὺ [[νέος]], Ὀδ. Φ. 132· - οἱ νεώτεροι, οἱ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, Θουκ. 5. 50· τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. [[αὐτόθι]] 64· - [[μετὰ]] γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, οἱ παρὰ πολὺ νέοι ἢ [[ὥστε]] νὰ ἐνθυμῶνται τὰ συμβάντα, Δημ. 242. 15. 2) [[οὕτως]] ἐν τῷ ὑπερθετ., γενεῇ δὲ [[νεώτατος]] ἔσκεν ἁπάντων Ἰλ. Η. 153, κτλ.· ἡ νεωτάτη [[δημοκρατία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[νεώτερος]], νεώτερα κακὰ Πινδ. Π. 4. 275· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ. [[χειρότερος]], ν. [[βούλευμα]] Σοφ. Φιλ. 560· [[ὡσαύτως]] μόνον νεώτερα, Λατ. gravius quid, Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 62, Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310Β· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 8. 21· ἤν τι δρᾷ ν. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 338, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 74. 5, Θεόκρ. 24 40· μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Θουκ. 1. 132· κατά τινα Ἡρόδ. 8 142· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. 5. 93· νεώτερα βουλεύειν ἢ ποιεῖν [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 1. 210, Θουκ. 2. 6. 2) [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, νεώτερόν τι, [[νεωτερισμός]], [[στάσις]], στασιαστικὸν [[κίνημα]], Λατ. res novae, ν. τι ποιέειν Ἡρόδ. 5. 33, κτλ.· ν. πράγματα πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 19· νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν, res novas moliri, Ἰσοκρ. 151Ε, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9, κτλ.· πρβλ. [[νεωτερίζω]] ΙΙ, [[νεοχμόω]]. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅρα [[νέος]] ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>Cp. de</i> [[νέος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώτερος Medium diacritics: νεώτερος Low diacritics: νεώτερος Capitals: ΝΕΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: neṓteros Transliteration B: neōteros Transliteration C: neoteros Beta Code: new/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. of νέος, of persons,

   A younger, γενεῆφι ν. Il. 21.439; ὢν φύσει ν. S.OC1295; too young, Od.21.132; a minor, Th. 3.26; οἱ ν. men of military age, Id.5.50; τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. ib.64: c. gen., οἱ ν. τῶν πεπραγμένων those who are too young to remember the events, D.18.50; οἱ ν. the new school, of poets, Cic.Att.7.2.1; of poets later than Homer, Sch.Il.16.574, 24.257.    2 Sup., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων Il.7.153, etc.; ἡ ν. δημοκρατία, opp. ἡ πατρία δ., Arist.Pol.1305a29.    II of events, newer, more recent, νεώτερον κακόν Pi.P.4.155; of recent origin, Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.Mus.p.108K.: metaph., later, worse, ν. βούλευμα S.Ph. 560; νεώτερον πρήσσειν contrive calamity, injury, Hdt.5.106: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] Id.8.21; δέδοικα μή τι δρᾷ ν. Ar.Ec.338, cf. Pi.Fr.107.6, Theoc.24.40; μή τι ν. ἀγγέλλεις; Pl.Prt.310b; νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Th.1.132; κατὰ τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.142; περὶ πόλιν Ἑλλάδα Id.5.93; νεώτερα βουλεύειν περί τινος Id.1.210; μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ ἀνδρῶν Th.2.6.    2 freq. of rebellion or violent revolution, ν. τι ποιέειν Hdt.5.35, etc.; ν. πρήγματα πρήξειν ib.19; νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν Isoc.7.59, X.HG5.2.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ νέος, ἐπὶ προσώπων, σὺ γὰρ γενεῆφι νεώτερος Ἰλ. Φ. 439· ὢν φύσει ν. Σοφ. Ο. Κ. 1295· παρὰ πολὺ νέος, Ὀδ. Φ. 132· - οἱ νεώτεροι, οἱ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, Θουκ. 5. 50· τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. αὐτόθι 64· - μετὰ γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, οἱ παρὰ πολὺ νέοι ἢ ὥστε νὰ ἐνθυμῶνται τὰ συμβάντα, Δημ. 242. 15. 2) οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκεν ἁπάντων Ἰλ. Η. 153, κτλ.· ἡ νεωτάτη δημοκρατία Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, νεώτερος, νεώτερα κακὰ Πινδ. Π. 4. 275· ἐντεῦθεν μεταφορ. χειρότερος, ν. βούλευμα Σοφ. Φιλ. 560· ὡσαύτως μόνον νεώτερα, Λατ. gravius quid, Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 62, Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310Β· συχνάκις μετὰ τοῦ τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 8. 21· ἤν τι δρᾷ ν. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 338, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 74. 5, Θεόκρ. 24 40· μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Θουκ. 1. 132· κατά τινα Ἡρόδ. 8 142· περί τινα ὁ αὐτ. 5. 93· νεώτερα βουλεύειν ἢ ποιεῖν περί τινος ὁ αὐτ. 1. 210, Θουκ. 2. 6. 2) συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, νεώτερόν τι, νεωτερισμός, στάσις, στασιαστικὸν κίνημα, Λατ. res novae, ν. τι ποιέειν Ἡρόδ. 5. 33, κτλ.· ν. πράγματα πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 19· νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν, res novas moliri, Ἰσοκρ. 151Ε, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9, κτλ.· πρβλ. νεωτερίζω ΙΙ, νεοχμόω. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅρα νέος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de νέος.