παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρέφω''': [[τρέφω]] πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι [[μετὰ]] τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι [[παρά]] τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι [[μετὰ]] τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ [[μάτην]] τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 2) [[ἀνατρέφω]] ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
|lstext='''παρατρέφω''': [[τρέφω]] πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι [[μετὰ]] τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι [[παρά]] τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι [[μετὰ]] τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ [[μάτην]] τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 2) [[ἀνατρέφω]] ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;<br /><b>2</b> nourrir en passant <i>ou</i> par surcroît : [[ἐν]] [[φιλοσοφία]] παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, <i>càd</i> superficiellement.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατρέφω Medium diacritics: παρατρέφω Low diacritics: παρατρέφω Capitals: ΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: paratréphō Transliteration B: paratrephō Transliteration C: paratrefo Beta Code: paratre/fw

English (LSJ)

aor. 1

   A παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην Men.866 :—feed beside or with one, τὸν βουλόμενον Timocl. 9.2; maintain in addition, Arist.Ath.62.2, PSI6.571.15 (iii B. C.); ἵππους, κύνας, Plu. 2.830c, cf. Ael.NA3.1 (Pass.) :—Pass., of slaves, etc., to be brought up with the children, Posidon.36 J., Harp. s.v. μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι Men. l. c.; of concubines, live with the wives, Plu.Art.27; of men and animals, feed at another's expense, D.19.200, Men.244, Plu.2.13c.    2 bring up alike, ἀμφοτέρους ἴσους ἐκ παίδων παραθρέψαι Hdn.3.15.5.    3 Pass., to be educated, ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e, 138c.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρέφω: τρέφω πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι μετὰ τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι παρά τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι μετὰ τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ μάτην τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 2) ἀνατρέφω ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;
2 nourrir en passant ou par surcroît : ἐν φιλοσοφία παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, càd superficiellement.
Étymologie: παρά, τρέφω.