πολύξενος: Difference between revisions
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύξενος''': Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. [[ὡσαύτως]] η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, [[λίαν]] [[φιλόξενος]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, [[βωμός]], [[νᾶσος]] Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· [[οἶκος]] Εὐρ. Ἄλκ. 569. | |lstext='''πολύξενος''': Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. [[ὡσαύτως]] η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, [[λίαν]] [[φιλόξενος]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, [[βωμός]], [[νᾶσος]] Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· [[οἶκος]] Εὐρ. Ἄλκ. 569. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui reçoit beaucoup d’hôtes, très hospitalier;<br /><b>2</b> fréquenté par beaucoup d’étrangers <i>ou</i> d’hôtes;<br /><i>Sp.</i> πολυξενώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ξένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. πολύ-ξεινος, ον, poet. also α, ον Pi.Fr.122.1, N.3.2:—of persons,
A entertaining many guests, very hospitable, opp. ἄξεινος, Hes.Op.715; δαίς ib.722; πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων A.Supp.157 (lyr.), cf. Fr.228, Call.Fr.478. II visited by many guests, βωμός, νᾶσος, Pi. O.1.93 (Sup.), N.3.2; νεάνιδες Id.Fr.122.1; οἶκος E.Alc.569 (lyr.); cf. sq.
German (Pape)
[Seite 667] ion. πολύξεινος, sehr gastfrei, gastlich aufnehmend; Hes. O. 717. 724; τὸν πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων, Aesch. Suppl. 148; von vielen Fremden besucht, νᾶσος, Pind. N. 3, 2; βωμός, Ol. 1, 93; οἶκος, Eur. Alc. 571; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύξενος: Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, λίαν φιλόξενος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, βωμός, νᾶσος Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· οἶκος Εὐρ. Ἄλκ. 569.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reçoit beaucoup d’hôtes, très hospitalier;
2 fréquenté par beaucoup d’étrangers ou d’hôtes;
Sp. πολυξενώτατος.
Étymologie: πολύς, ξένος.