Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀβελός: Difference between revisions

From LSJ
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβελός''': Δωρ. [[ὀδελός]], ὁ, [[ὀβελός]], κοινῶς «[[σοῦβλα]]», ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, κτλ.· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 2. 41, 135, Σοφ. Ἀποσπ. 949, Εὐρ. Κύκλ. 303· ὀδελοὶ Ἐπίχ. 58 Ahr.· [[κρέας]] ... τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 796· καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, (Συλλ. Ἐπιγρ. 1690)· - τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ, παροιμ. ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντός τι ἐκ τοῦ ἐναντίου ἄκρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 949. 2) ὀβ. [[λίθινος]], [[τετράγωνος]] [[στήλη]] ἀπολήγουσα εἰς ὀξύ, Ἡρόδ. 2. 111, 170, πρβλ. [[ὀβελίσκος]] ΙΙΙ. ΙΙ. γραμμὴ ὁριζόντιος, , χρησιμεύουσα ὡς κριτικὸν [[σημεῖον]] [[ὅπως]] δείξῃ ὅτι [[χωρίον]] τι ἦν νόθον, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 24· ἀλλὰ [[μετὰ]] στιγμῆς [[ἄνωθεν]] καὶ ἑτέρας [[κάτωθεν]], ÷, ὀβελὸς περιεστιγμένος, ἐδήλου χωρία πλεονάζοντα καὶ περιττά, [[μάλιστα]] ἐν φιλοσοφικοῖς συγγράμμασι, Διογ. Λ. 3. 66, πρβλ. Pressels Beytr. σ. 67 κἑξ., καὶ ἴδε Χ χ. (Ἴσως τὸ ὀβελὸς [[εἶναι]] [[βέλος]] [[μετὰ]] προθετικοῦ ο, ἴδε ἐν Ο ο. ΙΙ. 3· - περὶ τῆς ὑποτιθεμένης ταυτότητος τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ὀβολός]], ἴδε [[ὀβολός]]).
|lstext='''ὀβελός''': Δωρ. [[ὀδελός]], ὁ, [[ὀβελός]], κοινῶς «[[σοῦβλα]]», ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, κτλ.· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 2. 41, 135, Σοφ. Ἀποσπ. 949, Εὐρ. Κύκλ. 303· ὀδελοὶ Ἐπίχ. 58 Ahr.· [[κρέας]] ... τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 796· καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, (Συλλ. Ἐπιγρ. 1690)· - τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ, παροιμ. ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντός τι ἐκ τοῦ ἐναντίου ἄκρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 949. 2) ὀβ. [[λίθινος]], [[τετράγωνος]] [[στήλη]] ἀπολήγουσα εἰς ὀξύ, Ἡρόδ. 2. 111, 170, πρβλ. [[ὀβελίσκος]] ΙΙΙ. ΙΙ. γραμμὴ ὁριζόντιος, , χρησιμεύουσα ὡς κριτικὸν [[σημεῖον]] [[ὅπως]] δείξῃ ὅτι [[χωρίον]] τι ἦν νόθον, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 24· ἀλλὰ [[μετὰ]] στιγμῆς [[ἄνωθεν]] καὶ ἑτέρας [[κάτωθεν]], ÷, ὀβελὸς περιεστιγμένος, ἐδήλου χωρία πλεονάζοντα καὶ περιττά, [[μάλιστα]] ἐν φιλοσοφικοῖς συγγράμμασι, Διογ. Λ. 3. 66, πρβλ. Pressels Beytr. σ. 67 κἑξ., καὶ ἴδε Χ χ. (Ἴσως τὸ ὀβελὸς [[εἶναι]] [[βέλος]] [[μετὰ]] προθετικοῦ ο, ἴδε ἐν Ο ο. ΙΙ. 3· - περὶ τῆς ὑποτιθεμένης ταυτότητος τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ὀβολός]], ἴδε [[ὀβολός]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> broche à rôtir;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> obélisque;<br /><b>2</b> signe critique consistant en une raie simple (-) <i>ou</i> interlinéaire entre deux points (÷) pour marquer les fautes d’un manuscrit.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ὀβολός]], avec influence de [[βέλος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελός Medium diacritics: ὀβελός Low diacritics: οβελός Capitals: ΟΒΕΛΟΣ
Transliteration A: obelós Transliteration B: obelos Transliteration C: ovelos Beta Code: o)belo/s

English (LSJ)

Dor. ὀδελός, ὁ,

   A spit, ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.1.465, al., cf. Hdt.2.41, 135, E.Cyc.303 ; αἱματίου ὀβελὸς τρικώλιος SIG1025.53 (Cos) ; ὀδελοί Epich.79 ; κρῆς . . ἂν τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Megar. in Ar.Ach.796 ; τὸ θερμὸν τοῦ ὀ., prov. of taking a thing by the wrong end, S.Fr.814.    2 ὀ. λίθινος pointed square pillar, obelisk, Hdt.2.111, 170, Jul.Ep.59.    3 = ὀβολός, IG12.6.95, al., Milet.7.59 :—so in Dor. form ὀδελός, Leg.Gort.2.14, GDI5011.5 (Crete, iv B. C.), ib. 2561 D 27, al. (Delph., iv B. C.), etc. : Thess. ὀβελλός IG9(2).1229.20.    II horizontal line,—(representation of an arrow acc. to Isid.Etym.1.21.3), used as a critical mark to point out that a passage was spurious, Gal.15.110, Luc.Pr.Im.24, Sch.Il. ip.xliii Dind. ; with an asterisk to denote misplaced lines, ibid. ; but with one point below and one above, <*>, ὀ. περιεστιγμένος, in texts of Plato, denoted τὰς εἰκαίους ἀθετήσεις, D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ (vgl. βέλος), der Spi eß; – a) Bratspieß; bei Hom. nur im plur., ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter, ὀπτήσας ἄρα πάντα φέρων παρέθηκε – θέρμ' αὐτοῖς ὀβελοῖσιν, mit den Bratspießen, Od. 14, 77; ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσιν, Eur. Cycl. 302, vgl. 392; so ὀβελοὺς βουπόρους Her. 2, 135. – b) Spitzsäule, Obelisk, λίθινος, Her. 2, 111. 170. – c) bei den Gramm. ein kritisches Zeichen (–), das, zu einer Stelle eines Schriftstellers gesetzt, diese für unecht erklärte; ἐν τῇ παραγραφῇ τῶν ὀβελῶν, Luc. pro imag. 24; auch ὀβελὸς περιεστιγμένος (÷), zur Bezeichnung unnöthiger, überflüssiger Stellen, bes. in den Schriften der Philosophen, D. L. 3, 66. – S. ὀδελός u. ὀβολός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελός: Δωρ. ὀδελός, ὁ, ὀβελός, κοινῶς «σοῦβλα», ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 2. 41, 135, Σοφ. Ἀποσπ. 949, Εὐρ. Κύκλ. 303· ὀδελοὶ Ἐπίχ. 58 Ahr.· κρέας ... τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 796· καὶ ὁ τύπος οὗτος συχνάκις ἀπαντᾷ ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, (Συλλ. Ἐπιγρ. 1690)· - τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ, παροιμ. ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντός τι ἐκ τοῦ ἐναντίου ἄκρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 949. 2) ὀβ. λίθινος, τετράγωνος στήλη ἀπολήγουσα εἰς ὀξύ, Ἡρόδ. 2. 111, 170, πρβλ. ὀβελίσκος ΙΙΙ. ΙΙ. γραμμὴ ὁριζόντιος, , χρησιμεύουσα ὡς κριτικὸν σημεῖον ὅπως δείξῃ ὅτι χωρίον τι ἦν νόθον, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 24· ἀλλὰ μετὰ στιγμῆς ἄνωθεν καὶ ἑτέρας κάτωθεν, ÷, ὀβελὸς περιεστιγμένος, ἐδήλου χωρία πλεονάζοντα καὶ περιττά, μάλιστα ἐν φιλοσοφικοῖς συγγράμμασι, Διογ. Λ. 3. 66, πρβλ. Pressels Beytr. σ. 67 κἑξ., καὶ ἴδε Χ χ. (Ἴσως τὸ ὀβελὸς εἶναι βέλος μετὰ προθετικοῦ ο, ἴδε ἐν Ο ο. ΙΙ. 3· - περὶ τῆς ὑποτιθεμένης ταυτότητος τῆς λέξεως πρὸς τὸ ὀβολός, ἴδε ὀβολός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. broche à rôtir;
II. p. anal.
1 obélisque;
2 signe critique consistant en une raie simple (-) ou interlinéaire entre deux points (÷) pour marquer les fautes d’un manuscrit.
Étymologie: DELG cf. ὀβολός, avec influence de βέλος.