ὀπτός: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπτός''': -ή, -όν, «ψητός», σῖτός τε [[κρέας]] τ’ ὀπτὰ Ὀδ. Χ. 21, πρβλ. Π. 443· νῶτα βοὸς ...ὄπτ’ ἐν χερσὶν ἑλὼν Δ. 66. σάρκες Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097· ἐφθὰ καὶ ὀπτά, κρέατα βραστὰ καὶ «ψητά», Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἡρόδ. 2.77, Πλάτ. Πολ. 404C. 2) «ψητὸς» ἐν κλιβάνῳ, βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Ἡρόδ. 1. 133· ἐπὶ ἄρτου, ὁ αὐτ. 2. 92· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλίνθων ἢ ἀγγείων πηλίνων, «ἐψημένος», ὁ αὐτ. 1. 180. 186, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 12, πρβλ. Οἰκ. 16, 13, καὶ ἴδε [[ὀπτάω]]· ― ὑπερθ. ὀπτότατος, ἄριστα ὠπτημένος, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. 3) [[καθόλου]], διὰ πυρὸς παρεσκευασμένος, ἐπὶ σιδήρου, ἐσφυρηλατημένος, βεβαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 475. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἑφθὸς (ἕψω), δηλ. ΠΕΠ, ἂν καὶ τῶν δύο τύπων ἡ [[χρῆσις]] περιωρίσθη εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν: πρβλ. [[ὀπτάω]], καὶ τὸ [[πέσσω]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς τὸ [[ὀπτάω]]). ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 204. | |lstext='''ὀπτός''': -ή, -όν, «ψητός», σῖτός τε [[κρέας]] τ’ ὀπτὰ Ὀδ. Χ. 21, πρβλ. Π. 443· νῶτα βοὸς ...ὄπτ’ ἐν χερσὶν ἑλὼν Δ. 66. σάρκες Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097· ἐφθὰ καὶ ὀπτά, κρέατα βραστὰ καὶ «ψητά», Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἡρόδ. 2.77, Πλάτ. Πολ. 404C. 2) «ψητὸς» ἐν κλιβάνῳ, βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Ἡρόδ. 1. 133· ἐπὶ ἄρτου, ὁ αὐτ. 2. 92· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλίνθων ἢ ἀγγείων πηλίνων, «ἐψημένος», ὁ αὐτ. 1. 180. 186, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 12, πρβλ. Οἰκ. 16, 13, καὶ ἴδε [[ὀπτάω]]· ― ὑπερθ. ὀπτότατος, ἄριστα ὠπτημένος, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. 3) [[καθόλου]], διὰ πυρὸς παρεσκευασμένος, ἐπὶ σιδήρου, ἐσφυρηλατημένος, βεβαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 475. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἑφθὸς (ἕψω), δηλ. ΠΕΠ, ἂν καὶ τῶν δύο τύπων ἡ [[χρῆσις]] περιωρίσθη εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν: πρβλ. [[ὀπτάω]], καὶ τὸ [[πέσσω]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς τὸ [[ὀπτάω]]). ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 204. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br /><b>1</b> rôti, grillé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> cuit : πρὸς [[τοῦ]] ἡλίου XÉN desséché par le soleil.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕψω]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' ὄπτομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A roasted, broiled, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτά Od.22.21, cf. 16.443 ; νῶτα βοὸς . . ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών 4.66 ; σάρκες A.Ag.1097 ; ἑφθὰ καὶ ὀπτά boiled meats and roast, E.Cyc.358 (lyr.), cf. Hdt.2.77, Pl.R.404c. 2 baked, βοῦν καὶ ἵππον . . ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Hdt.1.133 ; of bread, Id.2.92 ; of fish, PCair.Zen.66.8 (iii B. C.) ; also of bricks and pottery, baked, burned, Hdt.1.180, 186, X.An.2.4.12, PAmh.2.99(a)9(ii A. D.), etc.; of soil, parched, X.Oec.16.13: Sup. ὀπτότατος best dressed or done, Cratin.143. 3 of iron, forged, tempered, S. Ant.475. 4 scorched, τὰ ὑπέρθυρ' ὀπτά Herod.2.65.
ὀπτός (B), ή, όν, (ὁράω, ὄψομαι)
A visible, Luc.Lex.9, Ath.8.338c.
German (Pape)
[Seite 364] 1) gebraten, gebacken; κρέας, Od. 16, 443 u. öfter; ὀπτάς τε σάρκας, Aesch. Ag. 1068; ἑφθὰ καὶ ὀπτά, Eur. Cycl. 357; ἄρτος, Her. 2, 92 u. A.; auch im superl., ὀπτότατος, Cratin. bei Ath. IX, 385 c; – vom Eisen, das im Feuer glühend gemacht ist, Soph. Ant. 471; – οὔτε ἑφθοῖς κρέασιν, ἀλλὰ μόνον ὀπτοῖς, Plat. Rep. III, 404 c; – πλίνθοι ὀπταί, Backsteine, Xen. An. 2, 4, 12, wie Hdn. 7, 5; ὀπτὸς πρὸς ἥλιον, an der Sonne gedörrt, Xen. Oec. 16, 12. – 2) (vom Folgdn) gesehen, Luc. Lexiph. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτός: -ή, -όν, «ψητός», σῖτός τε κρέας τ’ ὀπτὰ Ὀδ. Χ. 21, πρβλ. Π. 443· νῶτα βοὸς ...ὄπτ’ ἐν χερσὶν ἑλὼν Δ. 66. σάρκες Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097· ἐφθὰ καὶ ὀπτά, κρέατα βραστὰ καὶ «ψητά», Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἡρόδ. 2.77, Πλάτ. Πολ. 404C. 2) «ψητὸς» ἐν κλιβάνῳ, βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Ἡρόδ. 1. 133· ἐπὶ ἄρτου, ὁ αὐτ. 2. 92· ὡσαύτως ἐπὶ πλίνθων ἢ ἀγγείων πηλίνων, «ἐψημένος», ὁ αὐτ. 1. 180. 186, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 12, πρβλ. Οἰκ. 16, 13, καὶ ἴδε ὀπτάω· ― ὑπερθ. ὀπτότατος, ἄριστα ὠπτημένος, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. 3) καθόλου, διὰ πυρὸς παρεσκευασμένος, ἐπὶ σιδήρου, ἐσφυρηλατημένος, βεβαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 475. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἑφθὸς (ἕψω), δηλ. ΠΕΠ, ἂν καὶ τῶν δύο τύπων ἡ χρῆσις περιωρίσθη εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν: πρβλ. ὀπτάω, καὶ τὸ πέσσω ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει ὡς τὸ ὀπτάω). ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 204.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 rôti, grillé;
2 p. ext. cuit : πρὸς τοῦ ἡλίου XÉN desséché par le soleil.
Étymologie: cf. ἕψω.
2ή, όν :
visible.
Étymologie: ὄπτομαι.