πιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιπράσκω''': Ἰων. πιπρήσκω, Καλλ. Ἀποσπ. 85, Λουκ. Ὄνος 32· πρκμ. πέπρᾱκα, Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1, Ἰσαῖ. 66. 34, κλπ. ― ὁ πρκμ. καὶ ὑπερσ. [[εἶναι]] οἱ μόνοι χρόνοι τοῦ ἐνεργ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (ὡς ἐνεστὼς δὲ παρὰ μὲν τοῖς προγενεστέροις ἦν τὸ [[περάω]] ἢ [[πέρνημι]], παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. τὸ [[πωλέω]], μέλλων δὲ καὶ ἀόρ. παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀποδώσομαι, ἀπεδόμην). ― Παθ., πιπράσκομαι Λυσίας 151. 12, Πλάτ. Φαίδων 69Β· πεπράσομαι [ᾱ], Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36. μεταγεν., πρᾱθήσομαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 160F, Ἰώσηπ., κλ., ἴδε Μοῖρ. 294· ― ἀόρ. [[ἐπράθην]] [ᾱ] Σόλων 35. 7, Αἰσχύλ. κλ., Ἰων. [[ἐπρήθην]] Ἡρόδ. 1. 156., κλπ.· ― πρκμ. πέπρᾱμαι Αἰσχύλ., Σοφ., κλ., Ἰων. πέπρημαι Ἡρόδ. 2. 56· ἀπαρ. πεπρᾶσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 734 κἑξ., Εἰρ. 1011, Ἀνδοκ. 10. 18, κτλ.· ὑπερσ. ἐπέπρᾱτο Ἀριστοφ. Ἀχ. 522. ― ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] πιπεράσκω, σχηματισθεὶς κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ περάω Β.) Πωλῶ, τὰ κτήματα ε΄ ταλάντων πεπρακότας Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 234. 17· τἄλλα πλὴν ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν, πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰσθέσθαι ὁ αὐτ. 241. 10. ― Παθ., πωλοῦμαι, [[μάλιστα]] πρὸς ἐξαγωγήν, Σόλων καὶ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Χο. 915, Εὐρ. Ἴων 310· ἐς Λιβύην, τοὺς Θεσπρωτούς Ἡρόδ. 2. 54, 56· ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Πλάτ. Φαίδων 69Β· τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 850Α· πραθείσης ὀλίγου (τῆς πεντηκοστῆς), πωληθείσης ἀντὶ ὀλίγου (ἴδε πεντηκοστή), Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 134. ΙΙ. προδίδω λαμβάνων χρήματα, πωλῶ, ἐπὶ πολιτικῶν ἡγετῶν, πεπρακέναι αὐτοὺς τῷ Φιλίππῳ Δημ. 148. 8, πρβλ. 215. 6, κτλ.· τὴν πατρῴαν γῆν πεπρακέναι Δείναρχ. 99. 17· πεπρακότες τὴν τοῦ βίου παρρησίαν Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πέπραμαι, ἔχω προδοθῆ, πέπραμαι κἀπόλωλα Σοφ. Φιλ. 978· [[οὕτως]], εὐμορφίᾳ πραθεῖσα Εὐρ. Τρῳ. 936.
|lstext='''πιπράσκω''': Ἰων. πιπρήσκω, Καλλ. Ἀποσπ. 85, Λουκ. Ὄνος 32· πρκμ. πέπρᾱκα, Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1, Ἰσαῖ. 66. 34, κλπ. ― ὁ πρκμ. καὶ ὑπερσ. [[εἶναι]] οἱ μόνοι χρόνοι τοῦ ἐνεργ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (ὡς ἐνεστὼς δὲ παρὰ μὲν τοῖς προγενεστέροις ἦν τὸ [[περάω]] ἢ [[πέρνημι]], παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. τὸ [[πωλέω]], μέλλων δὲ καὶ ἀόρ. παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀποδώσομαι, ἀπεδόμην). ― Παθ., πιπράσκομαι Λυσίας 151. 12, Πλάτ. Φαίδων 69Β· πεπράσομαι [ᾱ], Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36. μεταγεν., πρᾱθήσομαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 160F, Ἰώσηπ., κλ., ἴδε Μοῖρ. 294· ― ἀόρ. [[ἐπράθην]] [ᾱ] Σόλων 35. 7, Αἰσχύλ. κλ., Ἰων. [[ἐπρήθην]] Ἡρόδ. 1. 156., κλπ.· ― πρκμ. πέπρᾱμαι Αἰσχύλ., Σοφ., κλ., Ἰων. πέπρημαι Ἡρόδ. 2. 56· ἀπαρ. πεπρᾶσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 734 κἑξ., Εἰρ. 1011, Ἀνδοκ. 10. 18, κτλ.· ὑπερσ. ἐπέπρᾱτο Ἀριστοφ. Ἀχ. 522. ― ὁ [[πλήρης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] πιπεράσκω, σχηματισθεὶς κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ περάω Β.) Πωλῶ, τὰ κτήματα ε΄ ταλάντων πεπρακότας Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 234. 17· τἄλλα πλὴν ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν, πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰσθέσθαι ὁ αὐτ. 241. 10. ― Παθ., πωλοῦμαι, [[μάλιστα]] πρὸς ἐξαγωγήν, Σόλων καὶ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Χο. 915, Εὐρ. Ἴων 310· ἐς Λιβύην, τοὺς Θεσπρωτούς Ἡρόδ. 2. 54, 56· ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Πλάτ. Φαίδων 69Β· τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 850Α· πραθείσης ὀλίγου (τῆς πεντηκοστῆς), πωληθείσης ἀντὶ ὀλίγου (ἴδε πεντηκοστή), Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 134. ΙΙ. προδίδω λαμβάνων χρήματα, πωλῶ, ἐπὶ πολιτικῶν ἡγετῶν, πεπρακέναι αὐτοὺς τῷ Φιλίππῳ Δημ. 148. 8, πρβλ. 215. 6, κτλ.· τὴν πατρῴαν γῆν πεπρακέναι Δείναρχ. 99. 17· πεπρακότες τὴν τοῦ βίου παρρησίαν Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πέπραμαι, ἔχω προδοθῆ, πέπραμαι κἀπόλωλα Σοφ. Φιλ. 978· [[οὕτως]], εὐμορφίᾳ πραθεῖσα Εὐρ. Τρῳ. 936.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περάσω, <i>att.</i> [[περῶ]], <i>ao.</i> ἐπέρασα, <i>pf.</i> [[πέπρακα]], <i>pqp.</i> ἐπεπράκειν;<br /><i>Pass. f.</i> πραθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπράθην]], <i>pf.</i> [[πέπραμαι]], <i>pqp.</i> ἐπεπράμην, <i>f.ant.</i> πεπράσομαι;<br />transporter pour vendre, <i>en parl. de <i>pers.</i> (prisonniers, esclaves, etc.) ; en parl. de choses</i> πιπράσκειν [[τί]] τινι vendre qch à qqn ; πιπράσκειν ἑαυτόν DÉM se vendre soi-même, <i>càd</i> se laisser corrompre ; <i>fig.</i> vendre, trahir, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Παρ &gt; Πρα, vendre, avec redoubl. πι-πρα-.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιπράσκω Medium diacritics: πιπράσκω Low diacritics: πιπράσκω Capitals: ΠΙΠΡΑΣΚΩ
Transliteration A: pipráskō Transliteration B: pipraskō Transliteration C: piprasko Beta Code: pipra/skw

English (LSJ)

   A v. πέρνημι.

German (Pape)

[Seite 618] ion. πιπρήσκω (περάω), fut. u. aor. act. fehlen, perf. πέπρακα, πέπραμαι, aor. ἐπράθην, fut. πεπράσομαι, denn πραθήσομαι galt für unattisch; – verkaufen, bes. über das Meer hin, außerhalb des Landes; διχῶς ἐπράθην, Aesch. Ch. 902; Ag. 1011; πραθεὶς Ὀμφάλῃ, Soph. Tr. 251; auch, wie bei uns, für verrathen, πέπραμαι κἀπόλωλα, Phil. 966; εὐμορφίᾳ πραθεῖσα, Eur. Troad. 936; πεπρᾶσθαι, Ar. Ach. 700 (Xen. Hell. 6, 2, 15); πεπράσομαι, Vesp. 179; ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα, Plat. Phaed. 69 b, wie τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν Legg. VIII, 850 a u. ὅσα πρατέα ἑκάστοις ἢ ὠνητέα τοῖς δεομένοις 849 c; τινός, wofür, Xen. An. 7, 7, 26; τοῖς πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῖς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν, Dem. 17, 13, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πιπράσκω: Ἰων. πιπρήσκω, Καλλ. Ἀποσπ. 85, Λουκ. Ὄνος 32· πρκμ. πέπρᾱκα, Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1, Ἰσαῖ. 66. 34, κλπ. ― ὁ πρκμ. καὶ ὑπερσ. εἶναι οἱ μόνοι χρόνοι τοῦ ἐνεργ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (ὡς ἐνεστὼς δὲ παρὰ μὲν τοῖς προγενεστέροις ἦν τὸ περάωπέρνημι, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. τὸ πωλέω, μέλλων δὲ καὶ ἀόρ. παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀποδώσομαι, ἀπεδόμην). ― Παθ., πιπράσκομαι Λυσίας 151. 12, Πλάτ. Φαίδων 69Β· πεπράσομαι [ᾱ], Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36. μεταγεν., πρᾱθήσομαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 160F, Ἰώσηπ., κλ., ἴδε Μοῖρ. 294· ― ἀόρ. ἐπράθην [ᾱ] Σόλων 35. 7, Αἰσχύλ. κλ., Ἰων. ἐπρήθην Ἡρόδ. 1. 156., κλπ.· ― πρκμ. πέπρᾱμαι Αἰσχύλ., Σοφ., κλ., Ἰων. πέπρημαι Ἡρόδ. 2. 56· ἀπαρ. πεπρᾶσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 734 κἑξ., Εἰρ. 1011, Ἀνδοκ. 10. 18, κτλ.· ὑπερσ. ἐπέπρᾱτο Ἀριστοφ. Ἀχ. 522. ― ὁ πλήρης τύπος εἶναι πιπεράσκω, σχηματισθεὶς κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ περάω Β.) Πωλῶ, τὰ κτήματα ε΄ ταλάντων πεπρακότας Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 234. 17· τἄλλα πλὴν ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν, πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰσθέσθαι ὁ αὐτ. 241. 10. ― Παθ., πωλοῦμαι, μάλιστα πρὸς ἐξαγωγήν, Σόλων καὶ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Χο. 915, Εὐρ. Ἴων 310· ἐς Λιβύην, τοὺς Θεσπρωτούς Ἡρόδ. 2. 54, 56· ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Πλάτ. Φαίδων 69Β· τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 850Α· πραθείσης ὀλίγου (τῆς πεντηκοστῆς), πωληθείσης ἀντὶ ὀλίγου (ἴδε πεντηκοστή), Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 134. ΙΙ. προδίδω λαμβάνων χρήματα, πωλῶ, ἐπὶ πολιτικῶν ἡγετῶν, πεπρακέναι αὐτοὺς τῷ Φιλίππῳ Δημ. 148. 8, πρβλ. 215. 6, κτλ.· τὴν πατρῴαν γῆν πεπρακέναι Δείναρχ. 99. 17· πεπρακότες τὴν τοῦ βίου παρρησίαν Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πέπραμαι, ἔχω προδοθῆ, πέπραμαι κἀπόλωλα Σοφ. Φιλ. 978· οὕτως, εὐμορφίᾳ πραθεῖσα Εὐρ. Τρῳ. 936.

French (Bailly abrégé)

f. περάσω, att. περῶ, ao. ἐπέρασα, pf. πέπρακα, pqp. ἐπεπράκειν;
Pass. f. πραθήσομαι, ao. ἐπράθην, pf. πέπραμαι, pqp. ἐπεπράμην, f.ant. πεπράσομαι;
transporter pour vendre, en parl. de pers. (prisonniers, esclaves, etc.) ; en parl. de choses πιπράσκειν τί τινι vendre qch à qqn ; πιπράσκειν ἑαυτόν DÉM se vendre soi-même, càd se laisser corrompre ; fig. vendre, trahir, acc..
Étymologie: R. Παρ > Πρα, vendre, avec redoubl. πι-πρα-.