φιάλλω: Difference between revisions
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιάλλω''': μέλλ. φιᾰλῶ, [[ἀναλαμβάνω]], ἐπιχεριῶ τι, [[ἀρχίζω]] νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., [[εἶναι]] συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐφιάλλω]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[γραπτέον]] ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''φιάλλω''': μέλλ. φιᾰλῶ, [[ἀναλαμβάνω]], ἐπιχεριῶ τι, [[ἀρχίζω]] νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., [[εἶναι]] συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐφιάλλω]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[γραπτέον]] ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> φιαλῶ;<br />mettre la main à, entreprendre, τινι.<br />'''Étymologie:'''. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. φῐᾰλῶ,
A undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς V.1348; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax432: acc. to Eust.1403.16 it is shortd. for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν.
German (Pape)
[Seite 1273] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für ἐφιάλλω, also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ πιεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
φιάλλω: μέλλ. φιᾰλῶ, ἀναλαμβάνω, ἐπιχεριῶ τι, ἀρχίζω νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. Κατὰ τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., εἶναι συντετμημένος τύπος τοῦ ἐφιάλλω· εἰ οὕτως ἔχει, γραπτέον ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
f. φιαλῶ;
mettre la main à, entreprendre, τινι.
Étymologie:.