προκάθημαι: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]], [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[προκαθέζομαι]]. Κάθημαι πρό τινος, προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καθημένους, κατοικοῦντας τόσον μακρὰν πρὸ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἐπὶ τῶν Θεσσαλῶν, Ἡρόδ. 7. 172· πρ. τῆς θαλάμης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 9. 2) [[κάθημαι]] ἢ [[κεῖμαι]] [[ἔμπροσθεν]] τόπου τινός, [[ὥστε]] νὰ [[ὑπερασπίζω]] αὐτόν, [[ἑπομένως]] [[καθόλου]], [[ὑπερασπίζω]], τῶν [[ἑωυτοῦ]], Ἰώνων Ἡρόδ. 8. 36., 9. 106, πρβλ. Θουκ. 8. 76, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 4· στρατιᾶς πρ., ἐπὶ τῶν φρουρῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 6· [[συχνάκις]] παρὰ τῷ Πολυβ. ΙΙ. [[προεδρεύω]], τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 758D· τοῦ πλήθους Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 17· μεταφορ., γεύσεως [[ὄσφρησις]] πρ. Φίλων. 1. 603. 2) ἀπολ., [[κάθημαι]] [[δημοσίᾳ]] ἢ [[προεδρεύω]], Πολύβ. 5. 63, 7, κτλ.· οἱ πρ. ἄρχοντες ὁ αὐτ. 12. 16, 6. | |lstext='''προκάθημαι''': Ἰων. -[[κάτημαι]], [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[προκαθέζομαι]]. Κάθημαι πρό τινος, προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καθημένους, κατοικοῦντας τόσον μακρὰν πρὸ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἐπὶ τῶν Θεσσαλῶν, Ἡρόδ. 7. 172· πρ. τῆς θαλάμης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 9. 2) [[κάθημαι]] ἢ [[κεῖμαι]] [[ἔμπροσθεν]] τόπου τινός, [[ὥστε]] νὰ [[ὑπερασπίζω]] αὐτόν, [[ἑπομένως]] [[καθόλου]], [[ὑπερασπίζω]], τῶν [[ἑωυτοῦ]], Ἰώνων Ἡρόδ. 8. 36., 9. 106, πρβλ. Θουκ. 8. 76, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 4· στρατιᾶς πρ., ἐπὶ τῶν φρουρῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 6· [[συχνάκις]] παρὰ τῷ Πολυβ. ΙΙ. [[προεδρεύω]], τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 758D· τοῦ πλήθους Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 17· μεταφορ., γεύσεως [[ὄσφρησις]] πρ. Φίλων. 1. 603. 2) ἀπολ., [[κάθημαι]] [[δημοσίᾳ]] ἢ [[προεδρεύω]], Πολύβ. 5. 63, 7, κτλ.· οἱ πρ. ἄρχοντες ὁ αὐτ. 12. 16, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> siéger au premier rang;<br /><b>2</b> être situé en avant de;<br /><b>3</b> se placer au-devant de ; veiller à la garde de, protéger, défendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κάθημαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. προ-κάτημαι, prop. pf. of προκαθέζομαι:—
A to be seated before, π. τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος lie so far in front of Greece, of the Thessalians, Hdt.7.172. 2 c. gen., to be seated or lie before a place, so as to defend it, ἐπὶ τῷ στόματι π. τῆς θαλάμης Arist. HA 550b5: hence, generally, protect, defend, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων, Hdt.8.36, 9.106, cf. Th.8.76, X.HG5.2.4; τῆς Ῥώμης Plb.2.24.15, al.; αἱ -καθήμεναι θεαὶ τῆς πόλεως SIG694.50 (Elaea, ii B. C.): rare in Poets, φυλακὴν . . στρατιᾶς π., of sentinels, E.Rh.6 (anap.). II preside over, τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Pl.Lg.758d; τοῦ πλήθους Arist. Pol.1322b14: metaph., γεύσεως ὄσφρησις π. Ph.1.603. 2 abs., sit in public or preside, Plb.5.63.7, etc.; οἱ π. ἄρχοντες Id.12.16.6. b sit at meals, καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 726] (s. ἧμαι), ion. προκάτημαι, davorsitzen, -liegen, vor einem Orte gelegen sein, τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, Her. 7, 172, bes. aber davorliegen, -stehen zum Schutz, zur Vertheidigung, τινός, 8, 36. 9, 106; τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; ὁ νόμος, Antiph. 6, 21; Eur. vrbdt auch οἳ τετράμοιρον νυκτος φρουρὰν προκάθηνται, Rhes. 7; τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 56, 5, u. ä. oft; auch ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ, 2, 25, 2; ἐπ ὶ τῶν τόπων, 3, 86, 1, auch = öffentlich dasitzen, z. B. zu Gericht od. dgl., 5, 63, 7. 12, 16, 6, ἐπὶ βήματος, D. L. 49, 40. – voransitzen, auf einem Ehrenplatze, προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν, Strab. 3, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι, κυρίως πρκμ. τοῦ προκαθέζομαι. Κάθημαι πρό τινος, προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καθημένους, κατοικοῦντας τόσον μακρὰν πρὸ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἐπὶ τῶν Θεσσαλῶν, Ἡρόδ. 7. 172· πρ. τῆς θαλάμης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 9. 2) κάθημαι ἢ κεῖμαι ἔμπροσθεν τόπου τινός, ὥστε νὰ ὑπερασπίζω αὐτόν, ἑπομένως καθόλου, ὑπερασπίζω, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων Ἡρόδ. 8. 36., 9. 106, πρβλ. Θουκ. 8. 76, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 4· στρατιᾶς πρ., ἐπὶ τῶν φρουρῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 6· συχνάκις παρὰ τῷ Πολυβ. ΙΙ. προεδρεύω, τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 758D· τοῦ πλήθους Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 17· μεταφορ., γεύσεως ὄσφρησις πρ. Φίλων. 1. 603. 2) ἀπολ., κάθημαι δημοσίᾳ ἢ προεδρεύω, Πολύβ. 5. 63, 7, κτλ.· οἱ πρ. ἄρχοντες ὁ αὐτ. 12. 16, 6.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 siéger au premier rang;
2 être situé en avant de;
3 se placer au-devant de ; veiller à la garde de, protéger, défendre, gén..
Étymologie: πρό, κάθημαι.