σκιαμαχία: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱμᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ [[χειρονομία]], πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, [[ψευδὴς]] [[μάχη]], Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία [[εἶναι]] μεταγεν. [[τύπος]], Γαλην.
|lstext='''σκιᾱμᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ [[χειρονομία]], πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, [[ψευδὴς]] [[μάχη]], Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία [[εἶναι]] μεταγεν. [[τύπος]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱμᾰχία Medium diacritics: σκιαμαχία Low diacritics: σκιαμαχία Capitals: ΣΚΙΑΜΑΧΙΑ
Transliteration A: skiamachía Transliteration B: skiamachia Transliteration C: skiamachia Beta Code: skiamaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet, Ph.1.153.    2 metaph., fighting with a shadow, mock-fight, 'beating the air', Cic.Fam.11.14.1 (pl.), Plu.2.514d, Eust.663.16; title of satire by Varro, Non.p.190 L.—σκιομαχία is a later form, Gal.6.146.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, 1) das Fechten im Schatten, d. i. zu Hause oder in der Fechtschule, nicht auf dem Schlachtfelde, bes. eine Fechtübung mit Händen u. Füßen. – 2) das Fechten mit dem Schatten, die Spiegelfechterei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱμᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ χειρονομία, πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, ψευδὴς μάχη, Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία εἶναι μεταγεν. τύπος, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat contre une ombre, combat chimérique.
Étymologie: σκιαμαχέω.