χρυσάορος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῠσάορος''': -ον, (ἄορ) ὡς τὸ [[χρυσάωρ]], ὁ ἔχων χρυσοῦν [[ξίφος]], χρυσοσπάθης, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Ε. 509, Ο. 256, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Πινδ. Π. 5. 140· [[ὡσαύτως]] τῆς Δήμητρος, Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· τῆς Ἀρτέμιδος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· τοῦ Ὀρφέως, Πινδ. Ἀποσπ. 187· οὕτω χρυσαορεύς, έως, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Στράβ. 600 παρ’ ᾧ ἀπαντῶσι καὶ τὰ ἐπίθετα χρυσαόρεως, -ειος, -ικός), καὶ χρυσαόριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2720, -21. ― Ἡ [[σημασία]] δυνατὸν νὰ διαφέρῃ κατὰ τὰς ἰδιότητας τῶν διαφόρων θεῶν, ― [[ἐπειδὴ]] [[ἴσως]] ἡ [[λέξις]] ἄορ, ὡς καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὅπλον]], σημαίνει πᾶν [[ὄργανον]], [[οἷον]] τὸ [[δρέπανον]] τῆς Δήμητρος, τὸ [[τόξον]] τῆς Ἀρτέμιδος, τὸν κεραυνὸν τοῦ [[Διός]], πρβλ. Heyne. εἰς Ἀπολλόδωρ. 3. 10, 2, Βöckh Expl. Pind. P. 5. 82 κἑξ., σ. 293. Ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἐπειδὴ]] ἡ γενικὴ αὕτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἄορ βεβαίως δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμήρῳ, τοιαῦται ἑρμηνεῖαι δὲν [[εἶναι]] πιθαναί· καὶ ἦτο φυσικὸς λαὸς [[πολεμικός]], ὡς ἦσαν οἱ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες, νὰ κοσμῇ ἕκαστον τῶν θεῶν [[αὐτοῦ]] διὰ τοῦ ξίφους, πρβλ. Θουκ. 1. 5, 6, Voss. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4. [ᾱ, πλὴν ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 545, καὶ [[αὐτοῦ]] δὲ ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε [[χρυσόπατρος]]].
|lstext='''χρῠσάορος''': -ον, (ἄορ) ὡς τὸ [[χρυσάωρ]], ὁ ἔχων χρυσοῦν [[ξίφος]], χρυσοσπάθης, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Ε. 509, Ο. 256, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Πινδ. Π. 5. 140· [[ὡσαύτως]] τῆς Δήμητρος, Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· τῆς Ἀρτέμιδος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· τοῦ Ὀρφέως, Πινδ. Ἀποσπ. 187· οὕτω χρυσαορεύς, έως, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Στράβ. 600 παρ’ ᾧ ἀπαντῶσι καὶ τὰ ἐπίθετα χρυσαόρεως, -ειος, -ικός), καὶ χρυσαόριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2720, -21. ― Ἡ [[σημασία]] δυνατὸν νὰ διαφέρῃ κατὰ τὰς ἰδιότητας τῶν διαφόρων θεῶν, ― [[ἐπειδὴ]] [[ἴσως]] ἡ [[λέξις]] ἄορ, ὡς καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὅπλον]], σημαίνει πᾶν [[ὄργανον]], [[οἷον]] τὸ [[δρέπανον]] τῆς Δήμητρος, τὸ [[τόξον]] τῆς Ἀρτέμιδος, τὸν κεραυνὸν τοῦ [[Διός]], πρβλ. Heyne. εἰς Ἀπολλόδωρ. 3. 10, 2, Βöckh Expl. Pind. P. 5. 82 κἑξ., σ. 293. Ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἐπειδὴ]] ἡ γενικὴ αὕτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως ἄορ βεβαίως δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμήρῳ, τοιαῦται ἑρμηνεῖαι δὲν [[εἶναι]] πιθαναί· καὶ ἦτο φυσικὸς λαὸς [[πολεμικός]], ὡς ἦσαν οἱ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες, νὰ κοσμῇ ἕκαστον τῶν θεῶν [[αὐτοῦ]] διὰ τοῦ ξίφους, πρβλ. Θουκ. 1. 5, 6, Voss. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4. [ᾱ, πλὴν ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 545, καὶ [[αὐτοῦ]] δὲ ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε [[χρυσόπατρος]]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l’épée <i>ou</i> au glaive d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἀείρω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσάορος Medium diacritics: χρυσάορος Low diacritics: χρυσάορος Capitals: ΧΡΥΣΑΟΡΟΣ
Transliteration A: chrysáoros Transliteration B: chrysaoros Transliteration C: chrysaoros Beta Code: xrusa/oros

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (ἄορ)

   A = χρυσάωρ, with sword of gold, epith. of Apollo, Il.5.509, 15.256, Pi.P.5.104; also of Demeter, h.Cer.4; of Artemis, Orac. ap. Hdt.8.77; of Orpheus, Pi.Fr.139.9; so χρυσᾱορεύς, έως, of Zeus at Stratonicea, Str.14.2.25, cf. OGI234.24 (Delph., iii B. C.); also χρυσᾱόριος, CIG2720,2721 (Stratonicea): hence χρῡσᾱορεῖς, οἱ, of a league formed by his worshippers, τὸ χρυσαορέων ἔθνος OGIl.c.12, cf. 111.8 (Egypt, ii B. C.); called τὸ χρυσαορικὸν σύστημα, Str.l.c.; cf. St.Byz. s.v. χρῡσᾱορίς.

German (Pape)

[Seite 1379] wie χρυσάωρ, mit goldenem Schwerte, poet. Beiwort bes. der Götter, gew. des Apollo, Il. 5, 509. 15, 256 h. Apoll. 123 H. h. 27, 3 Pind. P. 5, 97; aber auch der Demeter, H. h. Cer. 4; der Artemis, Orak. bei Her. 8, 77; des Zeus, Strab. XIV, 660; des Orpheus, Pind. frg. 178. – Andere erkl. auch, da ἄορ, wie ὅπλον, jedes Geräth bedeuten könne, bei den verschiedenen Gottheiten auf verschiedene Weisen, bei Apoll mit goldenem Bogen oder goldener Kithara, bei der Demeter mit goldener Sichel, bei der Artemis mit goldenen Pfeilen, bei Zeus endlich vom Blitz, vgl. Heyne Apolld. 3, 10, 8 und Böckh explic. Pind. P. 5, 82 ff. p. 293. Für Homer u. die ältesten Dichter ist aber diese Erkl. sehr unwahrscheinlich, da ἄορ bei diesen nur das Schwert bedeutet; daß ein kriegerisches Volk auch die Göttinnen mit einem Schwerte schmückte, darf nicht auffallen, vgl. Voß zu H. h. Cer. 4. – [Α ist Orph. Lith. 545 kurz gebraucht, wo aber die Lesart schwankt und Herm. das Wort ganz tilgt.]

Greek (Liddell-Scott)

χρῠσάορος: -ον, (ἄορ) ὡς τὸ χρυσάωρ, ὁ ἔχων χρυσοῦν ξίφος, χρυσοσπάθης, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Ε. 509, Ο. 256, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Πινδ. Π. 5. 140· ὡσαύτως τῆς Δήμητρος, Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· τῆς Ἀρτέμιδος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· τοῦ Ὀρφέως, Πινδ. Ἀποσπ. 187· οὕτω χρυσαορεύς, έως, ἐπὶ τοῦ Διός, Στράβ. 600 παρ’ ᾧ ἀπαντῶσι καὶ τὰ ἐπίθετα χρυσαόρεως, -ειος, -ικός), καὶ χρυσαόριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2720, -21. ― Ἡ σημασία δυνατὸν νὰ διαφέρῃ κατὰ τὰς ἰδιότητας τῶν διαφόρων θεῶν, ― ἐπειδὴ ἴσωςλέξις ἄορ, ὡς καὶ ἡ λέξις ὅπλον, σημαίνει πᾶν ὄργανον, οἷον τὸ δρέπανον τῆς Δήμητρος, τὸ τόξον τῆς Ἀρτέμιδος, τὸν κεραυνὸν τοῦ Διός, πρβλ. Heyne. εἰς Ἀπολλόδωρ. 3. 10, 2, Βöckh Expl. Pind. P. 5. 82 κἑξ., σ. 293. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ ἡ γενικὴ αὕτη χρῆσις τῆς λέξεως ἄορ βεβαίως δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμήρῳ, τοιαῦται ἑρμηνεῖαι δὲν εἶναι πιθαναί· καὶ ἦτο φυσικὸς λαὸς πολεμικός, ὡς ἦσαν οἱ ἀρχαιότατοι Ἕλληνες, νὰ κοσμῇ ἕκαστον τῶν θεῶν αὐτοῦ διὰ τοῦ ξίφους, πρβλ. Θουκ. 1. 5, 6, Voss. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4. [ᾱ, πλὴν ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 545, καὶ αὐτοῦ δὲ ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε χρυσόπατρος].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’épée ou au glaive d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀείρω.