συγχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχώννῡμι''': καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι [[συγχόω]]· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω [[ὁμοῦ]], [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] εἰς σωρὸν ἐρειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]], τὸ [[ἔρυμα]] Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα [[αὐτόθι]] 144. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[κῦμα]]... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.
|lstext='''συγχώννῡμι''': καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι [[συγχόω]]· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω [[ὁμοῦ]], [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] εἰς σωρὸν ἐρειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]], τὸ [[ἔρυμα]] Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα [[αὐτόθι]] 144. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[κῦμα]]... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγχώσω, <i>Pass. pf.</i> συγκέχωσμαι;<br /><b>1</b> couvrir de terre amoncelée;<br /><b>2</b> combler, niveler, détruire;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> confondre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώννῡμι Medium diacritics: συγχώννυμι Low diacritics: συγχώννυμι Capitals: ΣΥΓΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synchṓnnymi Transliteration B: synchōnnymi Transliteration C: sygchonnymi Beta Code: sugxw/nnumi

English (LSJ)

and συγχωννύω, in earlier writers pres. inf. συγχοῦν Hdt. 4.120, X.HG3.1.18:—pf. Pass.

   A -κέχωσμαι Hdt.8.144:—heap with earth, cover with a mound, bank up, [τὴν σορόν] Id.1.68; σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, fill them up with earth, Id.4.120, 140, cf. X.HG3.1.18, etc.; also of persons, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους bury them, D.S.19.107, cf. Plu.Alex.77.    II demolish, τὸ ἔρυμα Hdt.7.225; [τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα] Id.9.13; τὴν ὁδόν Id.8.71:—Pass., οἰκήματα συγκεχωσμένα ib.144; τὰ συγχωσθέντα τῶν εὐρείπων SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.).    2 generally, confound, κῦμα . . τῶν τ' ἄστρων διόδους A.Pr.1049 (anap.).

German (Pape)

[Seite 972] und συγχωννύω (s. χώννυμι), ion. συγχόω, zusammen-, verschütten; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., οἰκία συγκεχωσμένα, 8, 144.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώννῡμι: καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι συγχόω· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω ὁμοῦ, ἐπισωρεύω χῶμα, καλύπτω διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. μεταβάλλω εἰς σωρὸν ἐρειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω, τὸ ἔρυμα Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα αὐτόθι 144. 2) καθόλου, ἐπιφέρω σύγχυσιν, κῦμα... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.

French (Bailly abrégé)

f. συγχώσω, Pass. pf. συγκέχωσμαι;
1 couvrir de terre amoncelée;
2 combler, niveler, détruire;
3 p. ext. confondre, acc..
Étymologie: σύν, χώννυμι.