σχιστός: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχιστός''': -ή, -όν, ([[σχίζω]]) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ [[κέλευθος]], σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· [[ἄντυξ]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· [[λίνον]] σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς [[τμητός]], [[νάρκη]] πνικτή, [[πέρκη]] σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, [[εἶδος]] γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς [[χιτωνίσκος]], χιτὼν [[γυναικεῖος]] ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν [[σχῆμα]] ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[σχίσμα]]), [[Πολυδ]]. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ [[μῶνυξ]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D, [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. [[γάλα]], οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε [[σχίζω]] 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, [[διαιρετικός]], διαιρέσιμος, σχ. κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. [[λίθος]], [[λίθος]] τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, [[εὔθρυπτος]] καὶ [[εὔσχιστος]], ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν [[ἅλας]], Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7. | |lstext='''σχιστός''': -ή, -όν, ([[σχίζω]]) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ [[κέλευθος]], σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· [[ἄντυξ]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· [[λίνον]] σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς [[τμητός]], [[νάρκη]] πνικτή, [[πέρκη]] σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, [[εἶδος]] γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς [[χιτωνίσκος]], χιτὼν [[γυναικεῖος]] ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν [[σχῆμα]] ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[σχίσμα]]), [[Πολυδ]]. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ [[μῶνυξ]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D, [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. [[γάλα]], οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε [[σχίζω]] 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, [[διαιρετικός]], διαιρέσιμος, σχ. κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. [[λίθος]], [[λίθος]] τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, [[εὔθρυπτος]] καὶ [[εὔσχιστος]], ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν [[ἅλας]], Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fendu, séparé : σχιστὴ [[ὁδός]] SOPH carrefour.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (σχίζω)
A cloven, divided, κέλευθος A.Fr.173; ὁδός S.OT733, E.Ph.38; ἄντυξ Id.Rh.373 (lyr.); λίνον σ. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη σ. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι σ. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105. 2 clovenhoofed, opp. μῶνυξ, Pl.Plt.265d; similarly of wings, etc., Arist PA 692b12, etc. 3 σ. γάλα curdled milk (v. σχίζω 1.3), Dsc.2.70, Gal. 12.292. 4 λίνον σ. fine flax, LXX Is.19.9. II that may be split or cleft, divisible, σ. κατὰ μῆκος Arist.HA515b15, cf. Mete.386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v. κρόμμυον 11) Thphr.HP7.4.7.
German (Pape)
[Seite 1056] gespalten, getrennt; ὁδός, Soph. O. R. 753; Eur. Phoen. 38; im Ggstz von μῶνυξ, mit gespaltenen Klauen, Plat. Polit. 265 d; was sich spalten, trennen läßt, trennbar, theilbar; σχιστὰς ἕλκειν, eine Art Tanz, Poll. 4, 105; – γάλα σχιστόν, geronnene Milch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σχιστός: -ή, -όν, (σχίζω) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ κέλευθος, σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· ἄντυξ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· λίνον σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς τμητός, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς χιτωνίσκος, χιτὼν γυναικεῖος ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν σχῆμα ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. σχίσμα), Πολυδ. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ μῶνυξ, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, οὕτως ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. γάλα, οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε σχίζω 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, διαιρετικός, διαιρέσιμος, σχ. κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. λίθος, λίθος τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, εὔθρυπτος καὶ εὔσχιστος, ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν ἅλας, Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fendu, séparé : σχιστὴ ὁδός SOPH carrefour.
Étymologie: σχίζω.