Τριτογένεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τρῑτογένεια''': ἡ, (ΓΕΝ, [[γίγνομαι]])· - [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515., Θ. 39., Χ. 183, Ὀδ. Γ. 378, Ἡσ. Θεογ. 895, 924, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 1. (Ἐκ τῆς λίμνης Τριτωνίδος ἐν Λιβύῃ, ἐξ ἧς κατὰ παλαιὸν μῦθον ἡ θεὰ ἐγεννήθη, Εὐρ. Ἴων 872, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 180· ἢ ἐκ τοῦ Τρίτωνος, χειμάρρου ἐν Βοιωτίᾳ, Παυσ. 9. 33, 7, πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 3, 6· ἢ ἔκ τινος πηγῆς ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 26, 6. Κατ’ ἄλλους τριτὼ [[εἶναι]] Αἰολ. [[λέξις]] σημαίνουσα κεφαλὴν (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 519), καὶ οὕτω τριτογένεια [[εἶναι]] ἡ ἐκ τῆς κεφαλῆς (τοῦ Διὸς) γεννηθεῖσα, Welker Tril. σ. 283, 494· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] τριτὼ ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ὁ δὲ [[μῦθος]] τῆς τοιαύτης γεννήσεως δὲν [[εἶναι]] ἀρχαιότερος τῆς τοῦ Ἡσ. Θεογ. 924, Ὕμν. Ὁμ. 28· [[μάλιστα]] ὁ [[μῦθος]] δὲν φαίνεται [[πλήρης]] πρὸ τοῦ Στησιχόρου, ὡς βεβαιοῖ ὁ Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. Δ. 1310, πρβλ. Müller Orchom. σ. 355, Kleine Στησιχ. Ἀποσπ. 76. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι τριτογένεια, ἡ γεννηθεῖσα τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ μηνός, [[Ἴστρος]] παρ’ Ἁρποκ. ἐν λ. Τριτόμηνις, Φώτ.· ἢ ἡ γεννηθεῖσα τρίτη (τρίτον [[τέκνον]]) [[μετὰ]] τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν, Σουΐδ. ἐν λ.· ἢ ὡς παριστάνουσα τὴν φύσιν, ἡ γεννωμένη τρὶς τοῦ ἔτους, Διόδ. 1. 12· ἢ [[ἐπειδὴ]] αὕτη ἐθεωρεῖτο ἡ ἐπινοήσασα τοὺς [[τρεῖς]] κυρίους δεσμοὺς τοῦ κοινωνικοῦ βίου, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 48. ΙΙ. Ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, [[ὄνομα]] τοῦ ἀριθμοῦ [[τρία]] καὶ τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου, Πλούτ. 2. 381F· πρβλ. [[τρεῖς]], [[τριάς]].
|lstext='''Τρῑτογένεια''': ἡ, (ΓΕΝ, [[γίγνομαι]])· - [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515., Θ. 39., Χ. 183, Ὀδ. Γ. 378, Ἡσ. Θεογ. 895, 924, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 1. (Ἐκ τῆς λίμνης Τριτωνίδος ἐν Λιβύῃ, ἐξ ἧς κατὰ παλαιὸν μῦθον ἡ θεὰ ἐγεννήθη, Εὐρ. Ἴων 872, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 180· ἢ ἐκ τοῦ Τρίτωνος, χειμάρρου ἐν Βοιωτίᾳ, Παυσ. 9. 33, 7, πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 3, 6· ἢ ἔκ τινος πηγῆς ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 26, 6. Κατ’ ἄλλους τριτὼ [[εἶναι]] Αἰολ. [[λέξις]] σημαίνουσα κεφαλὴν (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 519), καὶ οὕτω τριτογένεια [[εἶναι]] ἡ ἐκ τῆς κεφαλῆς (τοῦ Διὸς) γεννηθεῖσα, Welker Tril. σ. 283, 494· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] τριτὼ ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ὁ δὲ [[μῦθος]] τῆς τοιαύτης γεννήσεως δὲν [[εἶναι]] ἀρχαιότερος τῆς τοῦ Ἡσ. Θεογ. 924, Ὕμν. Ὁμ. 28· [[μάλιστα]] ὁ [[μῦθος]] δὲν φαίνεται [[πλήρης]] πρὸ τοῦ Στησιχόρου, ὡς βεβαιοῖ ὁ Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. Δ. 1310, πρβλ. Müller Orchom. σ. 355, Kleine Στησιχ. Ἀποσπ. 76. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι τριτογένεια, ἡ γεννηθεῖσα τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ μηνός, [[Ἴστρος]] παρ’ Ἁρποκ. ἐν λ. Τριτόμηνις, Φώτ.· ἢ ἡ γεννηθεῖσα τρίτη (τρίτον [[τέκνον]]) [[μετὰ]] τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν, Σουΐδ. ἐν λ.· ἢ ὡς παριστάνουσα τὴν φύσιν, ἡ γεννωμένη τρὶς τοῦ ἔτους, Διόδ. 1. 12· ἢ [[ἐπειδὴ]] αὕτη ἐθεωρεῖτο ἡ ἐπινοήσασα τοὺς [[τρεῖς]] κυρίους δεσμοὺς τοῦ κοινωνικοῦ βίου, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 48. ΙΙ. Ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, [[ὄνομα]] τοῦ ἀριθμοῦ [[τρία]] καὶ τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου, Πλούτ. 2. 381F· πρβλ. [[τρεῖς]], [[τριάς]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Tritogénéia, <i>ép. d’Athéna, vraisembl.</i> « née de la mer ».<br />'''Étymologie:''' [[Τρίτων]], [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρῑτογένεια Medium diacritics: Τριτογένεια Low diacritics: Τριτογένεια Capitals: ΤΡΙΤΟΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: Tritogéneia Transliteration B: Tritogeneia Transliteration C: Tritogeneia Beta Code: *tritoge/neia

English (LSJ)

ἡ, (γίγνομαι)

   A Trito-born, a name of Athena, Il.4.515, 8.39, Od.3.378, Hes.Th.895,924, IG14.1389ii 1. (Variously expld. in antiquity, from the lake Τριτωνίς in Libya, from which an old legend represents the goddess to have been born, E.Ion872 (anap.), cf. Hdt.4.180; or from Triton, a torrent in Boeotia, Paus.9.33.7, cf. Apollod.1.3.6; or from a spring in Arcadia, Paus.8.26.6; or from τριτώ, Aeol. word for κεφαλή (Sch.Ar.Nu.985, Tz.ad Lyc.519; Athamanian acc. to Nic. (Fr.145) ap.Hsch.), i.e. head-born; or, born on the third day of the month, Ister 26 (the 23rd, τρίτῃ φθίνοντος, Sch.BT Il.8.39); or, the third child after Apollo and Artemis, Suid. s.v. τριτογενής; or, as representing Nature, born thrice in the year, D.S.1.12; or because she was author of the three main bonds of social life, Democr.1b,2.)    II the Pythagoreans gave the name Ἀθηνᾶ τ. to the equilateral triangle, Plu.2.381e; cf. τρεῖς, τριάς.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῑτογένεια: ἡ, (ΓΕΝ, γίγνομαι)· - ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515., Θ. 39., Χ. 183, Ὀδ. Γ. 378, Ἡσ. Θεογ. 895, 924, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 1. (Ἐκ τῆς λίμνης Τριτωνίδος ἐν Λιβύῃ, ἐξ ἧς κατὰ παλαιὸν μῦθον ἡ θεὰ ἐγεννήθη, Εὐρ. Ἴων 872, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 180· ἢ ἐκ τοῦ Τρίτωνος, χειμάρρου ἐν Βοιωτίᾳ, Παυσ. 9. 33, 7, πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 3, 6· ἢ ἔκ τινος πηγῆς ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 26, 6. Κατ’ ἄλλους τριτὼ εἶναι Αἰολ. λέξις σημαίνουσα κεφαλὴν (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 519), καὶ οὕτω τριτογένεια εἶναι ἡ ἐκ τῆς κεφαλῆς (τοῦ Διὸς) γεννηθεῖσα, Welker Tril. σ. 283, 494· ἀλλ’ ἡ λέξις τριτὼ ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι ἀμφίβολος· ὁ δὲ μῦθος τῆς τοιαύτης γεννήσεως δὲν εἶναι ἀρχαιότερος τῆς τοῦ Ἡσ. Θεογ. 924, Ὕμν. Ὁμ. 28· μάλισταμῦθος δὲν φαίνεται πλήρης πρὸ τοῦ Στησιχόρου, ὡς βεβαιοῖ ὁ Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. Δ. 1310, πρβλ. Müller Orchom. σ. 355, Kleine Στησιχ. Ἀποσπ. 76. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι τριτογένεια, ἡ γεννηθεῖσα τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ μηνός, Ἴστρος παρ’ Ἁρποκ. ἐν λ. Τριτόμηνις, Φώτ.· ἢ ἡ γεννηθεῖσα τρίτη (τρίτον τέκνον) μετὰ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν, Σουΐδ. ἐν λ.· ἢ ὡς παριστάνουσα τὴν φύσιν, ἡ γεννωμένη τρὶς τοῦ ἔτους, Διόδ. 1. 12· ἢ ἐπειδὴ αὕτη ἐθεωρεῖτο ἡ ἐπινοήσασα τοὺς τρεῖς κυρίους δεσμοὺς τοῦ κοινωνικοῦ βίου, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 48. ΙΙ. Ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ τρία καὶ τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου, Πλούτ. 2. 381F· πρβλ. τρεῖς, τριάς.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Tritogénéia, ép. d’Athéna, vraisembl. « née de la mer ».
Étymologie: Τρίτων, γένος.