ὑπερεχθαίρω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερεχθαίρω''': [[ἐχθαίρω]], μισῶ [[ὑπερβαλλόντως]], [[Ζεὺς]] γὰρ [[μεγάλης]] γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128. | |lstext='''ὑπερεχθαίρω''': [[ἐχθαίρω]], μισῶ [[ὑπερβαλλόντως]], [[Ζεὺς]] γὰρ [[μεγάλης]] γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=haïr avec passion.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἐχθαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.