ὑπέρφοβος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρφοβος''': -ον, [[λίαν]] πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., [[λίαν]] [[φοβερός]], δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).
|lstext='''ὑπέρφοβος''': -ον, [[λίαν]] πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., [[λίαν]] [[φοβερός]], δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très redoutable;<br /><b>2</b> très craintif, qui s’effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φόβος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφοβος Medium diacritics: ὑπέρφοβος Low diacritics: υπέρφοβος Capitals: ΥΠΕΡΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hypérphobos Transliteration B: hyperphobos Transliteration C: yperfovos Beta Code: u(pe/rfobos

English (LSJ)

ον,

   A very fearful, timid, Id.Eq.3.9; τὸ ὑ. D.C.58.6.    II causal, very terrible, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν' ὑπέρφοβα Men.497 (v.l. for ὑπὲρ φόβον, ap.Stob.4.38.3a), cf. LXX Da.7.19.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig furchtsam; Mimnerm. frg. 5, zw.; Xen. equ. 3, 9. – In LXX. auch = sehr furchtbar.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφοβος: -ον, λίαν πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., λίαν φοβερός, δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très redoutable;
2 très craintif, qui s’effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.
Étymologie: ὑπέρ, φόβος.