ἀπιστέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπιστήσω, <i>ao.</i> [[ἠπίστησα]], <i>pf.</i> [[ἠπίστηκα]];<br /><b>I.</b> ne pas croire :<br /><b>1</b> ne pas ajouter foi à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch ; avec acc. τὸ μὲν οὔποτ’ ἀπίστεον OD je n’ai jamais mis cela en doute ; τινι ἀπ. [[τι]] ne pas croire qqn au sujet de qch;<br /><b>2</b> être défiant, incrédule : τινι à l’égard de qqn;<br /><b>II.</b> désobéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπιστος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπιστήσω, <i>ao.</i> [[ἠπίστησα]], <i>pf.</i> [[ἠπίστηκα]];<br /><b>I.</b> ne pas croire :<br /><b>1</b> ne pas ajouter foi à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch ; avec acc. τὸ μὲν οὔποτ’ ἀπίστεον OD je n’ai jamais mis cela en doute ; τινι ἀπ. [[τι]] ne pas croire qqn au sujet de qch;<br /><b>2</b> être défiant, incrédule : τινι à l’égard de qqn;<br /><b>II.</b> désobéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπιστος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἄπιστος]]): [[disbelieve]], only ipf., οὔ ποτ' ἀπίστεον, ‘I [[never]] despaired,’ Od. 13.339†.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπιστέω Medium diacritics: ἀπιστέω Low diacritics: απιστέω Capitals: ΑΠΙΣΤΕΩ
Transliteration A: apistéō Transliteration B: apisteō Transliteration C: apisteo Beta Code: a)piste/w

English (LSJ)

fut. Pass.

   A ἀπιστηθήσομαι D.S.32.10, but ἀπιστήσομαι in pass. sense, Pl.R.450c:—to be ἄπιστος, and so:    I disbelieve, distrust, ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od.13.339; τύχην ἀ. E.Alc.1130; πάντα Ar.Ec.775, cf. Th.7.28 (s.v.l.), X.Ages.5.6, 8.7:—Pass., τὴν γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι was distrusted, i.e. no one could be sure of knowing, Th.7.44; ἀ. ἐν μαρτυρίαις Antipho2.2.7; ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας X.Cyr.7.2.17, cf. Hier. 4.1; ὑπὸ τῆς πατρίδος Id.Smp.4.29, cf. Pl.Plt.271b, Isoc.5.49:—but mostly,    2 c. dat. pers., κρατέουσιν Emp.5.1, cf. Th.8.83, Pl.Prt. 319b, etc.: so c. dat. rei, τῷ χρησμῷ Hdt.1.158; πῶς ἀπιστήσω λόγοις; S.Ph.1350, cf. Th.6.86; ἀ.τῇ ἐξ αὑτῶν ξυνέσει Id.3.37; τοῖς ἰάμασιν IG 4.951.24 (Epid.); ἡμῖν αὐτοῖς Arist.EN1112b10; ἀ.τινί τι disbelieve one in a thing, Hdt.3.122; περί τινος Id.4.96; οἷς ἠπίστησαν ἔχειν .. whom they suspected of having, Plb.4.18.8.    3 c.inf., οὐδέν σ' ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι I nothing doubt that... S.Aj.940; ἀ. μὴ γενέσθαι τι to doubt that it could be, Th.1.10; ἀπιστοῦντες αὐτὸν μὴ ἥξειν Id.2.101, cf.4.40, Pl.Plt.301c, R.555a; also ἀ. μὴ οὐκ ἐπιστήμη ᾖ ἡ ἀρετή Id.Men.89d; ἀ. πῶς . . Phd.73b; ἀ. εἰ . . APl.4.52 (Phil.), Ph.2.555; ὅτι . . Pl.Men. 89d; ὡς R.450c:—Pass., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν εἶναι it is not believed to be possible, Id.Lg.839c, cf. Chrm.168e.    4 abs., to be incredulous, Hdt.8.94, cf. Ev.Marc.16.16, etc.; νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.250; ἐπὶ τοῖς λεγομένοις Ph.2.92.    II = ἀπειθέω, disobey, τινί Hdt.6.108, freq.in Trag.and Pl., A.Pr.640, S.Ant.381 (lyr.), Tr.1183, 1224, Pl.Ap.29c, al.: abs., to be disobedient, τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε in these things, S.Ant.219, cf. 656; ἢν δ' ἀπιστῶσι but if they refuse to comply, E.Supp.389, cf. Pl.Lg.941c.    2 to be faithless, εἰ ἡμεῖς ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει 2 Ep.Tim. 2.13.    3 νεκρὸς τὸν θάνατον ἀπιστούμενος belying death, Polem.Call.55.    III τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, i.e. 1 will not hesitate to commit it... E. Heracl.1024; τούτῳ ἠπίστησεν ἀποθανοῦσαν ἑαυτὴν ἐπιτρέψαι Lys.31.21.

German (Pape)

[Seite 291] 1) nicht glauben, bezweifeln, τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od. 13, 339; häufig bei Att., ἀπιστοῦντες, αὐτὸν μὴ ἥξειν Thuc. 2, 101, wie 1, 10 u. oft; ἀπιστεῖς, μὴ οὐκ ἐπιστήμη ᾖ ἡ ἀρετή Plat. Men. 89 d; pass., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται, μὴ δυνατὸν εἶναι Legg. VIII, 839 c; vgl. Charmid. 168 e; bes. Einem keinen Glauben, kein Vertrauen schenken, mißtrauen, τινί, Aesch. Prom. 643; λόγοις Soph. Phil. 1334; εἴ μοι ἀπιστέεις τὰ περὶ τῶν χρημάτων Her. 3, 122, vgl. 8, 94; u. so oft bei Plat. u. Folgdn, im Ggstz von πιστεύω., Xen. Cyr. 6, 4, 15; argwöhnen, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν Pol. 4, 18. So pass., ἀπιστεῖσθαι ὑπό τινος, beargwöhnt werden, Jemandes Vertrauen nicht genießen, Plat. Polit. 271 b; Xen. Cyr. 7, 2, 17; Antiph. II, β, 7; Dem. 27, 55. – 2) = ἀπειθεῖν, B. A. p. 424, nicht gehorchen, ungehorsam sein, Soph. Ant. 219. 377. 652; Her. 6, 108; Plat. Soph. 258 c u. öfter; auch bei Xen. u. Folgdn. – 3) Eur. Heracl. 1024 τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, anvertrauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπιστέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. ἠπίστηκα, κτλ.: ― Παθ. μέλλ. ἀπιστηθήσομαι Διόδ. 32. 11· ἀλλ’ ἀπιστήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Πολ. 450D. Εἶμαι ἄπιστος, ἑπομένως, Ι. δὲν πιστεύω, δὲν ἐμπιστεύομαί τινα, ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ’ ἀπίστεον Ὀδ. Ν. 339· τύχην ἀπ. Εὐρ. Ἄλκ. 1130· πάντα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 775· πρβλ. Θουκ. 7. 28, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6. 8. 7: ― Παθ., τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι, οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι ἐγίνωσκεν, Θουκ. 7. 44· ἀπ. ἐν μαρτυρίαις Ἀντιφῶν 117. 11· ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17: ― ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) μετὰ δοτ., χρησμῷ… Ἡρόδ. 1. 158, Θουκ. 8. 83, Πλάτ. κτλ.: οὕτω, πῶς ἀπιστήσω λόγοις; Σοφ. Φ. 1350· ἀπ. τῇ ἑαυτῶν ξυνέσει Θουκ. 3. 37, πρβλ. 6. 86· ἀπ. τινί τι, δὲν πιστεύω τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 122· τινὶ περί τινος ὁ αὐτ. 4. 96. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδέν σ’ ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι, οὐδόλως ἀμφιβάλλω ὅτι..., Σοφ. Αἴ. 940· ἀπ. μὴ γενέσθαι τι, ἀμφιβάλλω ἂν ἠδύνατο νὰ ἔχῃ οὕτω, Θουκ. 1. 10· πρβλ. 2. 101, 4. 40, Πλάτ. Πολιτικ. 1. 301C: ― οὕτω καὶ ἀπ. μὴ ἢ μὴ οὐ γένηταί τι, ὑποπτεύω ὅτι θὰ γείνῃ ἢ δὲν θὰ γείνῃ τι (ὡς τὸ φοβοῦμαι), Πλάτ. Πολ. 555A, Μένων 89D· ἀπ. πῶς... ὁ αὐτ. Φαίδων 73B· ἀπ. εἰ... Ἀνθ. Πλαν. 52, Φίλων 2. 555: ― Παθ., τὸ ἐπιτήδευμα ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν εἶναι, δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι δυνατόν, Πλάτ. Νόμ. 839C, πρβλ. Χαρμ. 168Ε, κὰι οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 3.15· εἰ δὲ καὶ ἠπιστήθη μὴ πολυπρηγμονεῖν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε κατ’ αὐτοῦ ὑποψία ὅτι ἠδύνατο νὰ παράσχῃ πράγματα, ― ἀλλὰ τὸ ἠπιστήθη ἐνταῦθα ἔπρεπεν ἴσως νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ ἐπίσταμαι, ἴδε ἑρμηνευτάς. 4) ἀπολ., εἶμαι δύσπιστος, ἀμφιβάλλω, Ἡρόδ. 8 94· νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119, Ahr.· ἐπί τινι Φίλων 2. 92. ΙΙ. = ἀπειθέω, δὲν ὑπακούω, παρακούω, τινὶ Ἡρόδ. 6.108 (ἔνθα ἴδε Βαλκν.), ἐν ταύτη δὲ τῇ σημασίᾳ ἡ λέξις ἦτο συνηθεστέρα παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πρ. 640, Σοφ. Ἀντ. 381, Τρ. 1183, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.: ― ἀπολ., εἶμαι παρήκοος, τοῖς ἀπιστοῦσι τάδε, εἰς τὰ πράγματα ταῦτα, Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. 656· ἢν δ’ ἀπιστῶσι, ἐὰν δὲ ἀρνῶνται νὰ συμμορφωθῶσιν, Εὐρ. Ἱκ. 389, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 941C. ΙΙΙ. τὸ σῶμ’ οὐκ ἀπιστήσω χθονί, ὅ ἐ. δὲν θὰ διστάσω νὰ τὸ παραδώσω εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Ἡρακλ. 1024, πρβλ. Λυσ. 188. 39.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπιστήσω, ao. ἠπίστησα, pf. ἠπίστηκα;
I. ne pas croire :
1 ne pas ajouter foi à : τινι à qqn ou à qch ; avec acc. τὸ μὲν οὔποτ’ ἀπίστεον OD je n’ai jamais mis cela en doute ; τινι ἀπ. τι ne pas croire qqn au sujet de qch;
2 être défiant, incrédule : τινι à l’égard de qqn;
II. désobéir à, τινι.
Étymologie: ἄπιστος.

English (Autenrieth)

(ἄπιστος): disbelieve, only ipf., οὔ ποτ' ἀπίστεον, ‘I never despaired,’ Od. 13.339†.