διαχέω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[διέχεα]], <i>épq. et ion.</i> [[διέχευα]] ; <i>part. pf. Pass.</i> διακεχυμένος;<br /><b>1</b> dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ [[χιών]] XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;<br /><b>2</b> faire se répandre de côté et d’autre : [[χοῦν]] HDT faire s’effondrer <i>ou</i> détruire un terrassement ; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s’effondre en grande partie ; <i>en parl. de soldats</i> se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : [[αἶψα]] [[δέ]] μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χέω]].
|btext=<i>ao.</i> [[διέχεα]], <i>épq. et ion.</i> [[διέχευα]] ; <i>part. pf. Pass.</i> διακεχυμένος;<br /><b>1</b> dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ [[χιών]] XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;<br /><b>2</b> faire se répandre de côté et d’autre : [[χοῦν]] HDT faire s’effondrer <i>ou</i> détruire un terrassement ; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s’effondre en grande partie ; <i>en parl. de soldats</i> se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : [[αἶψα]] [[δέ]] μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. 3 pl. διέχευαν, quartered ([[cut]] in [[large]] pieces, opp. [[μίστυλλον]]).
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχέω Medium diacritics: διαχέω Low diacritics: διαχέω Capitals: ΔΙΑΧΕΩ
Transliteration A: diachéō Transliteration B: diacheō Transliteration C: diacheo Beta Code: diaxe/w

English (LSJ)

fut. -χεῶ, later

   A -χύσω Gp.7.8.4: aor. -έχεα, Ep. -έχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter, τὸν χοῦν Hdt.2.150.    b in Hom., cut up a victim into joints, αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456, cf. Il.7.316, al.; χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203.    2 disperse, τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb.46e; ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr.869a15; melt, fuse, χαλκόν Paus.9.41.1; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti.46d; νῆα . . διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr.Od.59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—Pass., ib.8.1:—also Med., dissolve, Nic. Al.373.    3 metaph., confound, τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57.    4 put in a good humour, τινὰ ὁμιλίαις καὶ λόγοις Plu.2.74d, cf. Philostr. VS2.10.1, Hermog.Id.2.9.    II more freq. in Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.    2 run through, spread, Th.2.75,76, Arist.Fr.243.    3 to be dissolved, liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr.890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.    4 metaph., to be or become diffused or relaxed, εὐφραινόμενον -χεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp.206d; ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg.775c, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30; μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn.813a26; φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S.

German (Pape)

[Seite 613] (s. χέω; διαχῦσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = aus einander gießen, ausgießen; sodann überhaupt = zertheilen, zerlegen, auflösen. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 διέχευαν διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Uebertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.

Greek (Liddell-Scott)

διαχέω: (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ μόνος χρόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., διαμελίζω, διαμερίζω, αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) διαλύω, τήκω, χύνω τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· διακόπτω, διαλύω, διαχωρίζω, καταστρέφω, ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, διασκορπίζω, ἐξαφανίζω ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, καταστρέφω πᾶν ἴχνος, Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., συγχέω, φέρω σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) διατρέχω, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· διασκορπίζω, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., γίνομαι φαιδρός, διανοίγομαι, ἀντίθ. σκυθρωπάζω, Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. πρόσωπον, φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι γαλήνιος, ὁ αὐτ. 2. 82F.

French (Bailly abrégé)

ao. διέχεα, épq. et ion. διέχευα ; part. pf. Pass. διακεχυμένος;
1 dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ χιών XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;
2 faire se répandre de côté et d’autre : χοῦν HDT faire s’effondrer ou détruire un terrassement ; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s’effondre en grande partie ; en parl. de soldats se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : αἶψα δέ μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.
Étymologie: διά, χέω.

English (Autenrieth)

only aor. 3 pl. διέχευαν, quartered (cut in large pieces, opp. μίστυλλον).