στείβω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fouler aux pieds <i>en gén.</i><br /><b>2</b> fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ &gt; Στειβ, fouler.
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fouler aux pieds <i>en gén.</i><br /><b>2</b> fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ &gt; Στειβ, fouler.
}}
{{Autenrieth
|auten=ipf. στεῖβον: [[tread]], [[stamp]], [[trample]] [[upon]], Il. 11.534; of [[washing]] [[clothes]] by [[foot]]-[[power]], Od. 6.92.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στείβω Medium diacritics: στείβω Low diacritics: στείβω Capitals: ΣΤΕΙΒΩ
Transliteration A: steíbō Transliteration B: steibō Transliteration C: steivo Beta Code: stei/bw

English (LSJ)

Il.11.534, E.Ion 495 (anap.): Ep. impf.

   A στεῖβον Od.6.92, Iterat. στείβεσκον Q.S.1.352: aor. ἔστειψα (κατ-) S.OC467:—tread or stamp on, tread under foot, of horses, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Il.11.534, cf. 20.499; εἵματα . . στεῖβον ἐν βόθροισι trod the clothes in pits, in order to wash and clean them, Od.6.92; ποσὶν σ. δόμον AP 9.327 (Hermocr.):—Pass., κονία στειβομένα Theoc.17.122; αἱ στειβόμεναι ὁδοί the beaten tracks, X.An.1.9.13.    2 c. acc. cogn., tread or walk on a path, κέλευθον ποδί E.Hel.869; πέδον A.R.3.836; χοροὺς στείβουσι ποδοῖν tread measures, E.Ion 495 (anap.); νομὸν σ. Nic.Th. 609.    3 abs., tread, κατ' αἰγίλιπος πέτρης σ. κάρηνα h.Hom.19.4; ἵνα στείβουσι κύνες E.Hipp.217 (anap.), cf. Opp.C.1.456.

German (Pape)

[Seite 932] aor. II. ἔστιβον, aor. II. pass. ἐστίβην, Soph. Ai. 883, – treten, mit den Füßen treten und stampfen, zertreten; von Pferden, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας, Il. 11, 534. 20, 499; στεῖβον δ' ἐν βόθροισιν εἵματα, die Wäscherinnen traten die schmutzigen Gewänder in der Waschgrube und wallten sie, Od. 6, 92; παρὰ τὰς στιβομένας ὁδούς, die betretenen Wege, Xen. An. 1, 9, 13, v. l. στειβομένας; νομὸν στείβειν, Nic. Ther. 609, auf der Weide gehen. – Med. einhergehen, bes. in Jemandes Fußtapfen treten, nachgehen, spüren, στειβόμενος καθύπερθε ποδῶν ἐκμάσσεται ἴχνη προτέρων τοκέων ἔτι θερμὰ κονίῃ, er spürt die noch warmen Spuren aus und geht ihnen nach, Theocr. 17, 122. – Mit den Füßentreten und dicht machen, übh. dicht-, festmachen, Opp. Cyn. 1, 456, u. einzeln bei a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στείβω: Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται ὡσαύτως στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ μετὰ μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, στέμβω). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), ὅπως ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «στείβω τὰ ῥοῦχα», ὅπερ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶναι «στύβω...» ἐκ τοῦ στύφω, μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ βαδίζω ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· πέδον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· ὡσαύτως, χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, βαδίζω, κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., κονία στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;
II. p. suite :
1 fouler aux pieds en gén.
2 fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.
Étymologie: R. Στιβ > Στειβ, fouler.

English (Autenrieth)

ipf. στεῖβον: tread, stamp, trample upon, Il. 11.534; of washing clothes by foot-power, Od. 6.92.