ἐπιπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιπτήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐπεπτόμην]];<br /><b>1</b> voler vers;<br /><b>2</b> voler au-dessus de : ἀρούραις ÉL au-dessus des champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πέτομαι]].
|btext=<i>f.</i> ἐπιπτήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐπεπτόμην]];<br /><b>1</b> voler vers;<br /><b>2</b> voler au-dessus de : ἀρούραις ÉL au-dessus des champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πέτομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ἐπέπτατο]], inf. [[ἐπιπτέσθαι]]: [[fly]] toward or in, Il. 13.821; of an [[arrow]], Il. 4.126.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπέτομαι Medium diacritics: ἐπιπέτομαι Low diacritics: επιπέτομαι Capitals: ΕΠΙΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: epipétomai Transliteration B: epipetomai Transliteration C: epipetomai Beta Code: e)pipe/tomai

English (LSJ)

fut.

   A -πτήσομαι Hdt.7.15: aor. ἐπεπτάμην or -όμην (v. infr.); later, also in act. form ἐπέπτην, part. ἐπιπτάς AP11.407 (Nicarch.), Alciphr.3.59, Porph.Abst.1.25:—fly to or towards, καθ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Il.4.126; οἱ . . ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις 13.821; ἐ. σοὶ τωὐτὸ ὄνειρον Hdt.7.15;ᾗ 'πέπτετο Ar.Av.48; ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος X.Cyr.2.4.19.    2. c.acc., fly over, πεδία E.Hel.1486 (lyr.); γῆν καὶ θάλατταν Ar.Av.118; ἐ. ἀρούραις Ael.NA17.16: metaph., καινὰ καὶ θάυμαστὰ ἐ. fly over to, run eagerly after, Ar.Av. 1471 (lyr.); ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥσπερ ἐπιπτόμενοι flitting from one to another, Pl.R.365a.    3. fly at or on to, of a male bird, Arist. HA564b4.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πέτομαι), herbei-, herzufliegen, ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160. 524 Il. 13, 821; vom Pfeil, ἆλτο – καθ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων 4, 125; c. acc., darüber hinfliegen, πεδία Eur. Hel. 1486; γῆν καὶ θάλατταν Ar. Av. 118; καινὰ καὶ θαυμάστ' ἐπεπτόμεσθα, wir sahen beim Fluge Neues, 1471; c. dat., Ar. Av. 48; ταῖς ἀρούραις Ael. H. A. 17, 16; Plat. vrbdt ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥςπερ ἐπιπτόμενοι Rep. II, 365, darauf losstürzend, wie Raubvögel; ἐπέπτησαν ἐπὶ τἡν ναῦν Luc. V. Hist. 1, 28; Alciphr. 3, 59; φὴς ἐπιπτήσεσθαί μοι τὸν ἀετόν Luc. Peregr. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε πέτομαι)· μεταγεν. ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ πρός τινα, ἆλτο δ’ ὀϊστὸς ὀξυβελής, καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., πέτομαι ὑπεράνω, ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 (ὡσαύτως, ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ πρός τι, τρέχω μετὰ σπουδῆς κατόπιν τινός..., αὐτόθι 1471· ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥσπερ ἐπιπτόμενοι Πλάτ. Πολ. 365Α. 3) μετὰ γεν., πέτομαι κατά τινος, διὰ τὸ τὸν ἄρρενα... ἐπιπετόμενον συντρίβειν (τὰ ᾠά), περὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9. - Πρβλ. ἐφίπταμαι, ἐπιποτάομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιπτήσομαι, ao.2 ἐπεπτόμην;
1 voler vers;
2 voler au-dessus de : ἀρούραις ÉL au-dessus des champs.
Étymologie: ἐπί, πέτομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέπτατο, inf. ἐπιπτέσθαι: fly toward or in, Il. 13.821; of an arrow, Il. 4.126.