ὄψ: Difference between revisions
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ὀπός (ἡ) ; <i>dat.</i> ὀπί, <i>acc.</i> [[ὄπα]];<br /><b>1</b> voix (de l’homme, des dieux, des animaux);<br /><b>2</b> parole, langage.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεπ, parler, v. [[ἔπος]] ; cf. <i>lat.</i> voco, vox. | |btext=<span class="bld">1</span>ὀπός (ἡ) ; <i>dat.</i> ὀπί, <i>acc.</i> [[ὄπα]];<br /><b>1</b> voix (de l’homme, des dieux, des animaux);<br /><b>2</b> parole, langage.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεπ, parler, v. [[ἔπος]] ; cf. <i>lat.</i> voco, vox. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[ὀπός]] (ϝόψ, [[root]] ϝεπ): ϝοιξε, [[properly]] the [[human]] [[voice]] [[with]] its [[varied]] expressiveness; [[then]] applied to the cicada, lambs, Il. 3.152, Il. 4.435. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,
A voice, whether in speaking, shouting, lamenting, Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing, Κίρκης . . ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221, cf. 5.61; ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152; of lambs, ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435; of flutes, αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532. II word, ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53; ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137, cf. 21.98, S.El.1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)
ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)
A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63.
German (Pape)
[Seite 431] ὀπός, ἡ (ἔπος), die Stimme des Sprechenden, Singenden, Rufenden; οὐδέ πω Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος, Il. 16, 76; Μοῦσαι ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, 1, 604; ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ, Od. 10, 221; der Sirenen, 12, 52; auch von den Cicaden, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι, Il. 3, 152; ἀρνῶν, 4, 435; Ausspruch, Rede, 7, 53. 11, 137. 21, 98; Pind. ἔβαλεν ὕμνος ὀπὶ νέων κελαδέων, N. 3, 63; ὄπα γλυκεῖαν προχεόντων ἐμάν, P. 10, 56, öfter; Aesch. Suppl. 58; Soph. El. 1057; ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, Eur. Hec. 555; ἐξέκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον, Ion 1204, öfter; einzeln bei sp. D.; der plur. scheint nicht vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
ὄψ: (Α), ἡ, ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τοῦ ἑνικοῦ, ὀπός, ὀπί, ὄπα˙ - φωνή, εἴτε ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Ἰλ. Π. 76˙ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης Β. 182, κτλ.˙ εἴτε ἔν ᾄσματι, Κίρκης .. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Ὀδ. Κ. 221, πρβλ. Ε. 61˙ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Ἰλ. Α. 604˙ οὕτω παρ’ Ἡσ., Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς˙ ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν τεττίγων, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Ἰλ. Γ. 152˙ τῶν ἀμνῶν, ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν Δ. 435˙ τῶν αὐλῶν, αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Θέογν. 532. ΙΙ. λόγος, ὣς γὰρ ἐγὼν ὄπ’ ἄκουσα θεῶν Ἰλ. Η. 53˙ ἀμείλικτον δ’ ὄπ’ ἄκουσαν Λ. 137., Φ. 98, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1068, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, ὅθεν καὶ ἔπος, εἰπεῖν).
French (Bailly abrégé)
1ὀπός (ἡ) ; dat. ὀπί, acc. ὄπα;
1 voix (de l’homme, des dieux, des animaux);
2 parole, langage.
Étymologie: R. Ϝεπ, parler, v. ἔπος ; cf. lat. voco, vox.
English (Autenrieth)
ὀπός (ϝόψ, root ϝεπ): ϝοιξε, properly the human voice with its varied expressiveness; then applied to the cicada, lambs, Il. 3.152, Il. 4.435.