ὑπερῷον: Difference between revisions
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(6_6) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερῷον''': Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα [[ἔνθα]] αἱ γυναῖκες διέμενον, [[παρθένος]] αἰδοίη [[ὑπερώιον]] εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... [[Πηνελόπεια]], ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, [[αὐτόθι]] 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς [[ἀποθήκη]] κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε [[διήρης]]. | |lstext='''ὑπερῷον''': Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα [[ἔνθα]] αἱ γυναῖκες διέμενον, [[παρθένος]] αἰδοίη [[ὑπερώιον]] εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... [[Πηνελόπεια]], ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, [[αὐτόθι]] 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς [[ἀποθήκη]] κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε [[διήρης]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[upper]] [[chamber]], [[upper]] apartments, [[often]] pl. in [[both]] forms. The [[ὑπερώϊον]] [[was]] [[over]] the women's [[apartment]], and [[was]] [[occupied]] by women of the [[family]], [[not]] by servants, Il. 2.514, Od. 17.101. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὑπερ-ώϊον, τό,
A the upper part of the house, where the women resided, παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514; εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184, cf. Od.1.362; ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν . . Πηνελόπεια from her chamber she heard it, ib.328; approached by a κλῖμαξ, ib.330: so in later Gr., upper chamber or story, Act.Ap.1.13, Supp.Epigr.2.754 (Syria, ii A. D.), POxy.2146.7 (iii A. D.). 2 attic, garret, Ar.Eq.1001, Pl.811, Men.Sam.17, IG22.1638.27; ἄνωθ' ἐξ ὑ. Ar.Ec.698 (anap.); of a spare room, Antipho 1.14.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, ep. u. ion. ὑπερώϊον, neutr. zum Folgenden, sc. οἴκημα, der obere Theil des Hauses, Oberstock, Söller, Zimmer im obern Stock, wo die Frauen wohnten; παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il. 2, 514; ἐς ὑπερῷ' ἀναβὰς παρελέξατο λάθρη Ἑρμείας 16, 184; oft in der Od.; ἐξ ὑπερῴου ἄειδον Κηληδόνες Pind. frg. 25; Ar. Equ. 996 Plut. 811; Antiph. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερῷον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα ἔνθα αἱ γυναῖκες διέμενον, παρθένος αἰδοίη ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... Πηνελόπεια, ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, αὐτόθι 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς ἀποθήκη κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε διήρης.
English (Autenrieth)
upper chamber, upper apartments, often pl. in both forms. The ὑπερώϊον was over the women's apartment, and was occupied by women of the family, not by servants, Il. 2.514, Od. 17.101.