θάμβος: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ευς: [[wonder]], [[astonishment]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, also ὁ Simon.237, LXX Ec.12.5 (pl.): (τέθηπα):—
A amazement, θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od.3.372; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς Pi.N.1.55; θάμβει ἐκπλαγέντες E.Rh.291, cf. Ar.Av.781 (lyr.), Th.6.31, Pl.Phdr.254c: pl., Onos.41.2. 2 in objective sense, θάμβοι terrors in the way, LXX l.c.; object of wonder, Epigr.Gr.1068 (Gerasa).
German (Pape)
[Seite 1185] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. τάφος, τέθηπα), Staunen, Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; θάμβος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, δεισιδαιμονία θάμβος ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
Greek (Liddell-Scott)
θάμβος: -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, τέθηπα)· - ἔκπληξις, ἰσχυρὸς θαυμασμός, Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. τάφος (ὃ ἴδε), θάμβος δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· θάμβος δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, πρᾶγμα θαυμάσιον, θαῦμα, ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
effroi, étonnement, stupeur ; admiration.
Étymologie: R. Θαπ, être étonné.
English (Autenrieth)
ευς: wonder, astonishment.