μεθύω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[μεθύσκω]];<br /><b>1</b> être ivre <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé <i>ou</i> imprégné de graisse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[μεθύσκω]];<br /><b>1</b> être ivre <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé <i>ou</i> imprégné de graisse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[μέθυ]]): be [[drunken]], [[fig]]., soaked, Od. 17.390. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], (μέθυ), only pres. and impf.: fut. and aor. Act. belong to μεθύσκω (μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for -τες in Plu.2.239a), aor. being supplied by Pass. of μεθύσκω:—
A to be drunken with wine, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478,627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl.1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.; μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43; τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr.758. II metaph., 1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g. βοείην . . μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390; μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277 (Antiphil.). 2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc., ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21; ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a; ἔρωτι Anacr.19; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49; περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1; οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301; μ. τὸ φίλημα AP5.304. b to be stupefied, stunned, πληγαῖς μεθύων Theoc.22.98; ἐξ ὀδυνάων Opp.H.5.228, cf. Nonn.l.c.
German (Pape)
[Seite 114] nur praes. u. impf., trunken sein, vom Wein berauscht sein, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, Od. 18, 240; Ggstz von νήφω, Theogn. 478. 627; ὄφρα μεθύω, Pind. frg. 90; τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον, Soph. frg. 697 bei Ath. II, 39 f; μεθύωμεν, Eur. Cycl. 533; Ar. Equ. 104 u. öfter; μεθύοντες stehen den νήφοντες gegenüber Plat. Rep. III, 395 e. Auch übertr., ἐπειδὴ ὥςπερ μεθύομεν ὑπὸ τοῦ λόγου, Lys. 222 c, wie Luc. Nigr. 5; βοείην μεθύουσαν ἀλοιφῇ, Il. 17, 390, stark mit Oel getränkt; vgl. κώπην ἅλμης τὴν μεθύουσαν ἔτι, noch naß, Philp. 23 (VI, 38); auch πληγαῖς μεθύων, taumelnd vor Schlägen, Theocr. 22, 98; δέμας ὕπνοις μ., schlaftrunken, Opp. C. 2, 576. Die anderen tempp. zu dieser Bdtg werden aus dem pass. genommen, μεθυσθείς, Eur. Cycl. 166. S. μεθύσκω.
Greek (Liddell-Scott)
μεθύω: (μέθυ) εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἀνήκουσιν εἰς τὸ μεθύσκω (πλὴν παρὰ μεταγεν., ὡς Πλούτ. 2. 239Α, Νόνν. Δ. 28. 211), ὁ δὲ ἀόρ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ παθ. μεθύσκω. Εἶμαι μεμεθυσμένος, διατελῶ ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ οἴνου, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικὼς Ὀδ. Σ. 240· ἀντίθ. τῷ νήφω, Θέογν. 478, 627· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. λυτήριος)· μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου, ἐκ τῆς μέθης Ξεν. Συμπ. 2, 26, Διόδ. 16. 19· τὸ μεθύειν, ἡ μέθη, Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Δακτ.» 1. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πεποτισμένος, διάβροχος, πλήρης ὑγροῦ τινος, μετὰ δοτ., π. χ., βοείην... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Ἰλ. Ρ. 390· μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Βάβρ. 114· 1· [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. Ἀνθ. Π. 9. 277. 2) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι μεμεθυσμένος, ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ πάθους τινός, ὡς, ἔρωτος, τρυφῆς, κ. τ. τ., ὡς τὸ Λατ. inebriari, ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης Ξεν. Συμπ. 8, 21· ὑπὸ τρυφῆς Πλάτ. Κριτί. 121Α· τῆς ἐλευθερίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 562D· ἔρωτι Ἀνακρ. 17· τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Δημ. 54. 9· οὐ μ. τὴν φρόνησιν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21· μ. τὸ φίλημα Ἀνθ. Π. 5. 305· - ἀλλά, πληγαῖς μεθύων, κεκαρωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων, Θεόκρ. 22. 98· ἐξ ὀδυνάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 228. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de μεθύσκω;
1 être ivre au propre et au fig.
2 être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé ou imprégné de graisse.
Étymologie: μέθυ.