σανίς: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />ais, planche ; toute construction en planches :<br /><b>1</b> porte ; <i>touj.</i> [[αἱ]] σανίδες <i>dans Hom.</i>, battants de portes;<br /><b>2</b> échafaudage, plateforme en bois;<br /><b>3</b> [[αἱ]] σανίδες pont de navire;<br /><b>4</b> planche pour écrire ; [[αἱ]] σανίδες planche <i>ou</i> écriteau de bois pour afficher certains avis (listes, lois, décrets, arrêts, <i>etc.</i>);<br /><b>5</b> poteau où l’on attachait les condamnés.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />ais, planche ; toute construction en planches :<br /><b>1</b> porte ; <i>touj.</i> [[αἱ]] σανίδες <i>dans Hom.</i>, battants de portes;<br /><b>2</b> échafaudage, plateforme en bois;<br /><b>3</b> [[αἱ]] σανίδες pont de navire;<br /><b>4</b> planche pour écrire ; [[αἱ]] σανίδες planche <i>ou</i> écriteau de bois pour afficher certains avis (listes, lois, décrets, arrêts, <i>etc.</i>);<br /><b>5</b> poteau où l’on attachait les condamnés.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ίδος: [[board]], [[plank]]; pl., esp. the wings of folding-doors, doors; [[scaffolding]], [[stage]], Od. 21.51. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A board, plank, timber, σ. πτελεΐνη IG12.313.133, cf. 22.1672.168, Plb.1.22.9, AP9.269 (Antip. Thess.), Act.Ap.27.44, etc.; σ. ἄξοος Call.Fr.105:—hence anything made thereof, 1 door, Hom. always in pl., folding doors, Il.12.453,461, Od.22.128, etc.; κολληταὶ σ. Il.9.583; σ. πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες Od.2.344, cf. Il.21.535; πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι σ. 12.121: rarely in sg., E.Or.1221. 2 wooden platform, scaffold, or stage, ἐφ' ὑψηλῆς σ. Od.21.51. 3 wooden floor, esp. ship's deck, E.Hel.1556, Archimel. ap. Ath.5.209c, Luc.JTr.48. 4 bench, seat, SIG244B61 (Delph., iv B.C.), Herod.7.5. 5 lid of box, v.l. in LXX 4 Ki.12.9. 6 in pl., wooden tablets for writing on, E.Alc.967 (lyr.): esp.at Athens and elsewh., tablets covered with gypsum, on which were written all sorts of public notices, esp. the causes for hearing in the law-courts, Ar.V.349,848; laws to be proposed, Decr. ap. And.1.84; laws corrected by the Thesmothetae, Aeschin.3.39; lists of officers, Lys.26.10; accounts, IG12.374.190; names of debtors, D.25.70 (in sg.), Isoc.15.237: sg. also in SIG 975.30 (Delos, iii B.C.); at Rome, of the tables on which the laws were written, D.C.42.32. b pl., painted panels, pictures, SIG 977a10 (Delos, ii B.C.). 7 plank to which offenders were bound or nailed, ζῶντα πρὸς σανίδα διε- (v.l. προσδιε-) πασσάλευσαν Hdt.7.33; σανίδι προσπασσαλεύσαντες Id.9.120, cf. Cratin.341; ἐν τῇ σ. δῆσαι, πρὸς τῇ σ. δεῖν Ar.Th.931,940; σανίσι προσδῆσαι Duris 67 J.
German (Pape)
[Seite 861] ίδος, ἡ, das Brett, u. alles aus Brettern Gemachte; – a) die Thür; bei Hom. immer im plur., die Thürflügel, Thorflügel, οὐδὲ πύλῃσιν εὗρ' ἐπικεκλιμένας σανίδας, Il. 12, 121. 453. 461 Od. 22, 128. 13, 42; κολληταί, Il. 9, 583; σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες, Od. 2, 344; σανίδα παίσασα, Eur. Or. 1221. – b) ein Bretterverschlag od. eine Brettererhöhung, eine Bühne, ὑψηλὴ σανίς, Od. 21, 51. – c) Bretterdecke, Diele od. Boden, Getäfel. Auch Verdeck auf dem Schiffe, Eur. Hel. 1556. – d) In Athen die Schranken des Gerichts, Barren, wie es Ar. Vesp. 348, οὕτω κιττῶ διὰ τῶν σανίδων περιελθεῖν, zu nehmen scheint, Schol. ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἐςελθεῖν; od. wie ib. 848: φέρε νυν, ἐνέγκω τὰς σανίδας καὶ τὰς γραφάς, mit Gyps überzogene hölzerne Tafeln, auf denen die vor Gericht angebrachten Klagen bekannt gemacht wurden, nach Schol. zur ersten Stelle περιέχουσαι τὰ ὀνόματα τῶν εἰσαχθησομένων εἰς τὸ δικαστήριον, ποῖον δεήσει πρῶτον εἰσαχθῆναι καὶ κατὰ τάξιν, u. zur zweiten ἐν αἷς ἔγραφον τὴν μακρὰν ἢ τὴν βραχεῖαν τῆς δίκης; so bei den Rednern, Andoc. 1, 83, Lys. 26, 10; ἡ σανὶς ἡ παρὰ τῇ θεῷ κειμένη, Dem. 25, 70; vgl. bes. Isocr. 15, 237: ἐν γὰρ ταῖς σανίσι ταῖς ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκτιθεμέναις ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἐν μὲν ταῖς ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν ἀμ φ οτέρους ἐνεῖναι τούς τε τὴν πόλιν ἀδικοῦντας καὶ τοὺς συκοφαντοῦντας, ἐν δὲ ταῖς τῶν ἕνδεκα τούς τε κακουργοῦντας καὶ τοὺς τούτοις ἐφεστῶτας κ. τ. λ., wonach also auch wohl die Namen der Verurtheilten so bekannt gemacht wurden. S. auch σανίδιον. – e) ein Strafholz, an welches die Verbrecher angebunden, auch wie an ein Kreuz angenagelt wurden; Her. 7, 33. 9, 120; δῆσον αὐτόν, ὦ τοξότ', ἐν τῇ σανίδι, Ar. Th. 931, vgl. 940. 1003, Plut. Pericl. 28.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνίς: -ίδος. ἡ, «σανίδα», «σανίδι’, Ἀνθ. Π. 9. 269, Πολύβ. 1. 22, 9, κτλ.· σ. ἄξοος Καλλ. Ἀποσπ. 105· - ἐντεῦθεν, πᾶν πρᾶγμα ἐκ σανίδος πεποιημένον, 1) θύρα, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δίφυλλος, Λατ. fores, Ἰλ. Μ. 453, 461, Ὀδ. Χ. 128, κτλ.· κολληταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344, πρβλ. Χ. 128, Ἰλ. Φ. 535· σ. πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι Ἰλ. Μ. 121· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ὀρ. 1221. 2) ξύλινον ἰκρίωμα ἢ πάτωμα ἐν εἴδει σκηνῆς, ἐφ’ ὑψηλῆς σ. Ὀδ. Φ. 51. 3) ξύλινον πάτωμα, μάλιστα κατάστρωμα πλοίου, Εὐρ. Ἑλ. 1556, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15, 3. 4) ἐν τῷ πληθ., ξύλιναι πινακίδες πρὸς γραφήν, Εὐρ. Ἄλκ. 968· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, πίνακες κεκαλυμμένοι μὲ γύψον (ὡς τὸ Λατ. album), ἐφ’ ὧν ἐγράφοντο παντὸς εἴδους δημόσιαι γνωστοποιήσεις, μάλιστα δὲ αἱ πρὸς ἐκδίκασιν ὑποθέσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστοφ. Σφ. 349, 848· οἱ μέλλοντες νὰ προταθῶσι νόμοι, Ἀνδοκ. 11. 28· οἱ ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν διορθωθέντες νόμοι, Αἰσχίν. 59. 11· κατάλογοι ἀρχόντων, Λυσί. 176. 9· ὀνόματα ὀφειλετῶν, Δημ. 791. 11 (ἔνθα κεῖται τὸ ἑνικόν)· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 253. Οὕτως ἐν Ρώμῃ ἐκαλοῦντο οἱ πίνακες ἐφ’ ὧν ἦσαν γεγραμμένοι οἱ νόμοι, Δίων Κ. 42. 32. 5) ἡ σανὶς ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐδένοντο οἱ κατάδικοι ἢ καὶ προσηλοῦντο ἐνίοτε ὡς εἰς σταυρόν, πρὸς σανίδα προσπασσαλεύειν τινὰ Ἡρόδ. 7. 33., 9. 120· ἐν καὶ πρὸς τῇ σ. δεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940 (ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει τὸν Κρατῖν.)· σανίδι προσδεῖν Πλουτ. Περικλ. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανίς· θύρα. λεύκωμα, ἐν ᾧ αἱ γραφαὶ ἐγράφοντο πρὸς τοὺς κακούργους».
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ais, planche ; toute construction en planches :
1 porte ; touj. αἱ σανίδες dans Hom., battants de portes;
2 échafaudage, plateforme en bois;
3 αἱ σανίδες pont de navire;
4 planche pour écrire ; αἱ σανίδες planche ou écriteau de bois pour afficher certains avis (listes, lois, décrets, arrêts, etc.);
5 poteau où l’on attachait les condamnés.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.
English (Autenrieth)
ίδος: board, plank; pl., esp. the wings of folding-doors, doors; scaffolding, stage, Od. 21.51.