πάντοθεν: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πάντοθεν]]<br /> <b>1</b>[[from]] [[all]] sides, [[all]] [[about]] γυίοις [[περάπτων]] [[πάντοθεν]] φάρμακα (P. 3.52) πλατεῖαι [[πάντοθεν]] λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45) | |sltr=[[πάντοθεν]]<br /> <b>1</b> [[from]] [[all]] sides, [[all]] [[about]] γυίοις [[περάπτων]] [[πάντοθεν]] φάρμακα (P. 3.52) πλατεῖαι [[πάντοθεν]] λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 17 August 2017
English (LSJ)
Adv., (πᾶς)
A from all quarters, from every side, Il.15.623, S.OC1240 (lyr.), etc.; π. πληθύνομαι A.Ag.1370: in Ion. Prose, Hdt.2.138, 7.129: rare in Att. (πανταχόθεν being preferred), Pl. Criti.117e; μὴ π. κέρδαινε Men.625, cf. Mon.63; οὐ μόνον κατ' εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Arist.PA656b29; π. λαμβάνειν Id.EN1121b32: freq. with Prep., π. ἐκ κευθμῶν Il.13.28; περὶ γὰρ κακὰ π. ἔστη Od. 14.270: c. gen., π. εἰδώλων Arat.455:—the form πάντοθε is only v.l. in Hdt.7.225, Theoc.17.97, AP11.85 (Lucill.).—On the accent, v. A.D.Adv.192.2.
German (Pape)
[Seite 464] von allen Orten, allen Seiten her; πάντοθεν ἐκ κευθμῶν, Il. 13, 28; περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη, Od. 14, 270; Pind. u. Tragg., wie Aesch. Ag. 1343 Soph. O. C. 1242; u. in Prosa, Her. 7, 225; Plat. Critia. 117 e; auch c. gen., Arat. 455. – Die Form πάντοθε hat Theocr. 17, 97.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοθεν: Ἐπίρρ. (πᾶς) ἐκ παντὸς μέρους, πανταχόθεν, Λατ. undique, Ἰλ. Ο. 623, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1370, Σοφ. Ο.Κ. 1240, κλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, Ἡρόδ. 2 138., 7. 129 ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ. (προτιμᾶται τὸ πανταχόθεν), Πλάτ. Κριτί. 117Ε· μὴ π. κέρδαινε Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 80, πρβλ. Μονόστ. 63· οὐ μόνον κατ’ εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2.10, 16· π. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ν. 4. 1, 40· ― συχν. μετὰ προθ., πάντοθεν ἐκ κευθμῶν Ἰλ. Ν. 28·―περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη Ὀδ. Ξ. 270· μετὰ γενικ. Ἄρατ. 455 ― Ὁ τύπος πάντοθε (μεθ’ Ὅμ) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 7. 225 Θεοκρ. 17. 97, Ἀνθ. Π. 11. 85. Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ὅρα Α. Β. 605.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. πάντοθε.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πάντοθεν
1 from all sides, all about γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52) πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)