παμποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>παμποίκῐλος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[painted]] [[all]] [[over]] [[καρπὸς]] ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. [[ἄγγος]]: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)
|sltr=<b>παμποίκῐλος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[painted]] [[all]] [[over]] [[καρπὸς]] ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. [[ἄγγος]]: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)
}}
}}

Revision as of 12:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμποίκῐλος Medium diacritics: παμποίκιλος Low diacritics: παμποίκιλος Capitals: ΠΑΜΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: pampoíkilos Transliteration B: pampoikilos Transliteration C: pampoikilos Beta Code: pampoi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16.    II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.

German (Pape)

[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.

Greek (Liddell-Scott)

παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.

English (Autenrieth)

all variegated, embroidered all over, Il. 6.289 and Od. 15.105.

English (Slater)

παμποίκῐλος
   1 painted all over καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)