μεταμείβω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=changer :<br /><b>1</b> changer, échanger;<br /><b>2</b> transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταμείβομαι;<br /><b>1</b> échanger, prendre <i>ou</i> recevoir en échange;<br /><b>2</b> se remplacer, se succéder l’un l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀμείβω]].
|btext=changer :<br /><b>1</b> changer, échanger;<br /><b>2</b> transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταμείβομαι;<br /><b>1</b> échanger, prendre <i>ou</i> recevoir en échange;<br /><b>2</b> se remplacer, se succéder l’un l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀμείβω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
}}
{{Slater
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
}}
}}

Revision as of 13:05, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰμείβω Medium diacritics: μεταμείβω Low diacritics: μεταμείβω Capitals: ΜΕΤΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: metameíbō Transliteration B: metameibō Transliteration C: metameivo Beta Code: metamei/bw

English (LSJ)

Dor. πεδ-,

   A exchange, change, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pi.O.12.12; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς Arist.HA612b6.    2 change to another form, ἐκ βοὸς . . μετάμειβε γυναῖκα Mosch.2.52; μ. φρένα Nonn.D.4.182.    3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).    II Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from... Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.    2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph.831 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 150] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων ἔσχον μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) μεταβάλλω εἰς ἄλλην μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... πάλιν μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) μετάγω, μεταφέρω, τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη πόλις, μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ πόλις ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.

French (Bailly abrégé)

changer :
1 changer, échanger;
2 transformer;
Moy. μεταμείβομαι;
1 échanger, prendre ou recevoir en échange;
2 se remplacer, se succéder l’un l’autre.
Étymologie: μετά, ἀμείβω.