παῦρος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=comp. παυρότερος: [[little]], [[feeble]]; pl., [[few]], opp. πολλοί, Il. 9.333.
|auten=comp. παυρότερος: [[little]], [[feeble]]; pl., [[few]], opp. πολλοί, Il. 9.333.
}}
{{Slater
|sltr=<b>παῡρος</b> (-ῳ, -ον, -οι; -α nom., acc.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> s., [[short]], [[brief]] παύρῳ ἔπει [[θήσω]] φανέρ' ἀθρ (O. 13.98) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις [[ὕπνον]] ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ pr. (P. 9.24)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pl., [[few]] ἄπονον δ' [[ἔλαβον]] [[χάρμα]] παῦροί τινες (O. 10.22) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) παῦροι δὲ βουλεῦσαι χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.78) ἐγὼ μ [] παῦρα μελιζομεν [fr. 140b. 12.
}}
{{Slater
|sltr=<b>παῡρος</b> (-ῳ, -ον, -οι; -α nom., acc.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> s., [[short]], [[brief]] παύρῳ ἔπει [[θήσω]] φανέρ' ἀθρ (O. 13.98) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις [[ὕπνον]] ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ pr. (P. 9.24)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pl., [[few]] ἄπονον δ' [[ἔλαβον]] [[χάρμα]] παῦροί τινες (O. 10.22) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) παῦροι δὲ βουλεῦσαι χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.78) ἐγὼ μ [] παῦρα μελιζομεν [fr. 140b. 12.
}}
}}

Revision as of 13:06, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῦρος Medium diacritics: παῦρος Low diacritics: παύρος Capitals: ΠΑΥΡΟΣ
Transliteration A: paûros Transliteration B: pauros Transliteration C: payros Beta Code: pau=ros

English (LSJ)

ον (not found in fem., cf. παυράς),

   A little, small, στήμων Hes. Op.538 ; π. ἔπος Pi.O.13.98 ; of Time, short, Hes.Op.326 ; ζωῆς μέρος Emp.2.3 ; π. ὕπνος Pi.P.9.25 (s.v.l.); speedy, τέλος βιότοιο Q.S.7.613 : neut. as Adv., for a short time, παῦρον ἀνθήσας Lyc. 1429.    2 mostly of Number, few, poet. for ὀλίγος (q.v.) in this sense, Ep., Lyr., and Trag., π. ἄνδρες Thgn.79 ; π. τινές Pi.O.10(11).22 ; π. ἀνδρῶν A.Ag.832 : rare in Prose, as Thphr.HP8.7.4 ; παῦρα, opp. πολλά, Il.9.333, cf. Od. 2.241 : with a collect. Subst., π. λαός small in number, Il.2.675 : Comp. παυρότερος 4.407, 8.56, al., Thgn. 644 : neut. pl. παῦρα as Adv., seldom, Hes. Th.780, Ar.Pax 764. (Cf. Lat. paucus, Goth. fawai 'few'.)

German (Pape)

[Seite 537] klein, gering; παῦρος λαός, eine kleine Schaar, Il. 2, 675; στήμων, Hes. O. 536; γένος, Eur. Med. 1087; von der Zeit, kurz, Hes. O. 328; – gew. im plur. und von der Anzahl, wenige, Ggstz πολύς, Il. 9, 333 Od. 2, 241; Hes. O. 480; ἔπος, ὕπνος, Pind. Ol. 13, 94 P. 9, 25; παῦροί τινες, Ol. 11, 23; Tragg.; παῦρ' ἀνιάσας, πολλ' εὐφράνας, Ar. Pax 764; selten in Prosa, wie Theophr. – Compar. παυρότεροι, Il. 15, 407 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1111; – παῦρα ist adverbial gebraucht Hes. Th 780. – Das fem. παύρα scheint gar nicht vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

παῦρος: ον (τοῦ θηλ. οὐδὲν παράδειγμα ἀπαντᾷ πρβλ. παυράς), μικρός, ὀλίγος, ὀλιγοστός, στήμων Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· π. ἔπος Πινδ. Ο. 13. 138· ― ἐπὶ χρόνου, βραχύς, σύντομος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 324· οὕτω, π. ὕπνος Πινδ. Π. 9. 43· οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, ἐπ’ ὀλίγον, παῦρον ἀνθήσας Λυκόφρ. 1429. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγος, ὀλίγοι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ποιητ., παῦροί τινες Πινδ. Ο. 11. 26· σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, οἷον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ― μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., π. λαός, ὀλίγοι ἄνθρωποι, Ἰλ. Β. 675· ἀντίθετ. τῷ πολύς, Ι. 333, Ὀδ. Β. 241· ― τὸ συγκρ. παυρότερος, ὀλιγώτερος οὐχὶ σπάν. παρ’ Ὁμ., ὡς παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ’ ὑπὸ τεῖχος Ἄρειον Ἰλ. Δ. 407· ― οὐδ. πληθ. παῦρα ὡς Ἐπίρρ. ὀλιγάκις, σπανίως, Ἡσ. Θ. 780, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 764· πρβλ. παυρίδιος: ― ἀμφότερα εἶναι τύποι ποιητικοί, ἡ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις λέξις εἶναι τὸ ὀλίγος. (Πρβλ. τὸ Λατ. parvus, paulus, paucus· ― ἴδε ἐν λ. παύω).

French (Bailly abrégé)

fém. inus., ον :
1 en petit nombre;
2 p. ext. petit, court;
adv. • παῦρα, rarement.
Étymologie: R. Πυσ > Παυσ- diminuer, amoindrir ; cf. παύω, lat. parvus.

English (Autenrieth)

comp. παυρότερος: little, feeble; pl., few, opp. πολλοί, Il. 9.333.