φοίνιος: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[φόνος]]): ([[blood]]) [[red]], Il. 18.97†. | |auten=([[φόνος]]): ([[blood]]) [[red]], Il. 18.97†. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pi.I.4(3).35(53):—poet.Adj., used for φόνιος, when the first syll. is to be long,
A of or like blood, blood-red, αἷμα Od.18.97, A.Th.737(lyr.), S.Ph.783; δρόσος A.Ag.1390; φ. στάλαγμα, i. e. blood, S.Ant.1239. II bloody, blood-stained, φ. ἀλκά, of Ajax, Pi.l.c.; φ. ξυνωρίς, prob. of public and private loss, A.Ag.643; χεὶρ φ. S.Aj.772; χεῖρες Id.OT466 (lyr.); κοπίς prob. for κόνις in Id.Ant. 601 (lyr.). 2 bloody, murderous, Σκύλλα A.Ch.614(lyr.); πέπληγμαι . . δήγματι (prob. δάκει) φοινίῳ Id.Ag.1164 (lyr.), cf. 1278; φ. Ἄρης S.El.96 (anap.); ἔχιδνα Id.Tr.770: metaph., φ. σάλος, of pestilence, Id.OT24, cf. Aj.352.—Rare in Com., Ar.Th.694.
German (Pape)
[Seite 1296] dreier, auch zweier Endgn, blutroth, dunkelroth; αἷμα Od. 18, 97, wie Aesch. Spt. 719; Soph. Phil. 772; dah. mit Blut, Mord besudelt, ξυνωρίς Aesch. Ag. 629; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Ch. 24; χεῖρα φοινίαν Soph. Ai. 759, u. öfter; auch φλέβες, Ar. Th. 694; auch = blutdürstig, mörderisch, ἀλκά Pind. I. 3, 53, Σκύλλα Aesch. Ch. 605, Ἄρης Soph. El. 96; Eur. Phoen. 1013 I. A. 775 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φοίνιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· (φοινός) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φόνιος, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, αἱματόεις, ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, κόκκινος, αἷμα Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· δρόσος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. στάλαγμα, δηλ. αἷμα, Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. αἱμοχαρής, φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. ξυνωρίς, ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, αἱμοβόρος, φονικός, Σκύλλα Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· ἔχιδνα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. σάλος, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
1 d’un rouge de sang, d’un rouge sombre;
2 couvert de sang, ensanglanté, sanglant;
3 qui verse le sang, sanguinaire, meurtrier.
Étymologie: φοινός.