χαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>néo-att.</i> [[χαράττω]];<br /><i>f.</i> χαράξω, <i>ao.</i> ἐχάραξα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχαράχθην, <i>pf.</i> κεχάραγμαι;<br /><b>1</b> aiguiser, acc. : <i>fig.</i> τὸ φιλόνεικον PLUT exciter l’humeur querelleuse de qqn ; κεχαραγμένος τινί HDT irrité contre qqn ; χαράττεσθαί τινί [[τι]] EUR se fâcher contre qqn au sujet de qch;<br /><b>2</b> faire une entaille, une incision, <i>particul.</i> écorcher, déchirer, acc. ; <i>fig.</i> χ. λόγῳ τινά PLUT égratigner qqn par des remarques malignes.<br />'''Étymologie:''' [[χάραξ]].
|btext=<i>néo-att.</i> [[χαράττω]];<br /><i>f.</i> χαράξω, <i>ao.</i> ἐχάραξα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχαράχθην, <i>pf.</i> κεχάραγμαι;<br /><b>1</b> aiguiser, acc. : <i>fig.</i> τὸ φιλόνεικον PLUT exciter l’humeur querelleuse de qqn ; κεχαραγμένος τινί HDT irrité contre qqn ; χαράττεσθαί τινί [[τι]] EUR se fâcher contre qqn au sujet de qch;<br /><b>2</b> faire une entaille, une incision, <i>particul.</i> écorcher, déchirer, acc. ; <i>fig.</i> χ. λόγῳ τινά PLUT égratigner qqn par des remarques malignes.<br />'''Étymologie:''' [[χάραξ]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>χᾰράσσω</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[tear]] στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' [[ἅπαν]] [[νῶτον]] ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)
}}
{{Slater
|sltr=<b>χᾰράσσω</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[tear]] στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' [[ἅπαν]] [[νῶτον]] ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)
}}
}}

Revision as of 13:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰράσσω Medium diacritics: χαράσσω Low diacritics: χαράσσω Capitals: ΧΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: charássō Transliteration B: charassō Transliteration C: charasso Beta Code: xara/ssw

English (LSJ)

Att. χαράττω,

   A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op.573, Sc.235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f; χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op.387.    2 furnish with notches or teeth, like a saw, τὰ σιδήρια Arist.Aud.803a3:—Pass., of certain birds, ἔχουσι . . τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA662b16; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with... Theoc.17.31.    3 metaph., whet, stimulate, ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr.684 codd. Stob. (ταράσσει E.Fr.431 codd. Clem.Al.); τὸ φιλόνικον Plu.2.92a, cf. 825f:—Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at... Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med.157 (lyr.); τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e.    II cut into furrows, scratch, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28; κῦμα χ. Orph.A.372; ἀρότρῳ . . χ. χέρσον AP6.238 (Apollonid.); ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46, cf. 41.114 (Pass.); τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e:— Pass., νῶτον χαραχθείς wounded, E.Rh.73; κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers.683; θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2 (Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.    2 smite, LXX 3 Ki.15.27.    3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.    4 brand, BGU100.3 (Pass., ii A. D.), etc.    III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr.528; οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237 (Alph.); στάλαν ib.547 (Leon.Alex.); inscribe, δόγματα . . εἰς στήλην SIG795B27 (Delph., i A. D.); γράμμα . . τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46, cf. AP12.130; ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8; τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293; γραφίδεσσι . . χάραξα . . ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26; ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481*.430 (Ephesus); simply, write, γράμματα PMasp.2 ii 2 (vi A. D.), sketch, draw, μορφὴν χαράξαι AP11.412 (Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in Med., ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180:—Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶ τοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr.593; στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44; στῆλαι χαράσσονται IG14.297 (Panormus); τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13; χρῆσθαι τῷ . . μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν) ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77 S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· (ἴδε γράφω). Κάμνω τι ὀξύ, ὀξύνω, ἀκονῶ, ἅρπας χαρασσέμεναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 571· ἐχάρασσον ὀδόντας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 235· χαρασσομένοιο σιδήρου Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 385. 2) χαράσσω τι διὰ ῥίνης, ὅταν ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πρίονας Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 45. - Παθ., ἐπί τινων πτηνῶν, ἔχουσι ... τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 1, 17· φύλλα κεχαραγμένα, ὀδοντωτά, Διοσκ. 4. 175· σκύταλον κεχ. ὄζοις, ἀνώμαλον ἢ τραχὺ μέ ... Θεόκρ. 17. 31· μεταφορ., [[[ὄμμα]]] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, ἀπαστράπτει ἀπατηλῶς, ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως ἣν παράγει ἡ βαφὴ τῶν βλεφάρων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 139. 3) μεταφορ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, ἔρως ψυχὰς χ. (διάφ. γραφὴ ταράσσει) Σοφ. Ἀποσπ. 607, πρβλ. Πλούτ. 2. 92A, 825E. - Παθ., κεχαραγμένος τινί, ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 7. 1· κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου, μὴ ὀργίζου πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦτο, Εὐρ. Μήδ. 157· τῇ παρρησίᾳ χαραχθείς Πλούτ. 2. 74D. II. χαράσσω, αὐλακίζω, διασχίζω, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ’ ἅπαν νῶτον κεντεῖ, «τὸ ὑπεστρωμένον ἔδαφος κεντρῶδες (ὂν) κεντεῖ καὶ ἐπιξύει τὸ τοῦ Τυφῶνος νῶτον», ... ἢ «τὸ κεκλιμένον νῶτον κεντεῖ ἐπιξύουσα ἡ ὑποκειμένη τοῦ ἐδάφους κεντρώδης στρωμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 1. 54· χ. κῦμα Ὀρφ. Ἀργον. 370· ἀρότρῳ ... χ. χέρσον Ἀνθ. Παλατ. 6. 238· ὕδωρ ἐρετμοῖς Νόνν. Διονυσ. 3. 46, πρβλ. 41. 114· - Παθ., νῶτον χαραχθείς, τρωθείς, Εὐρ. Ρῆσ. 37, πρβλ. Πλούτ. 2. 651E· κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη Ἀνθ. Παλατ. 10. 2, πρβλ. 10. 14. ΙΙΙ. ἐγχαράττω, ἐπιγράφω, γράφω, ἐν νομίσματι ‘Βάττον’ χ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 485, πρβλ. 551· γράμμα ... τοίχοισι χαράξω Θεόκρ. 23. 46, πρβλ. Ἀνθολ. Παλατ. 12. 130· ἐν τύμβῳ γράμμ’ ἐχάραξε τόδε Ἤριννα αὐτόθι 7. 710· τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 293 [νόμους] εἰς πίνακας χ. Διόδ. 12. 26· καθόλου, σχεδιάζω, διαγράφω, παριστάνω, μορφὴν χαράξαι Ἀνθ. Παλατ. 11. 12, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 51· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χνοῦ τῆς παρειᾶς Χριστοδ. Ἔκφρ. 279, Ἀνθ. Πλαν. 344, Νόνν. Διονυσ. - Παθ., στήλας γράμμασι κεχαραγμένας Διόδ. 3. 44· τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Λουκ. Ἔρωτ. 16· τὸ χαραχθὲν νόμισμα Πολύβ. 10. 27, 13· χρῆσθαι τῷ ... μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 74· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν κεχαραγμένων γραμμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. 2.

French (Bailly abrégé)

néo-att. χαράττω;
f. χαράξω, ao. ἐχάραξα;
Pass. ao. ἐχαράχθην, pf. κεχάραγμαι;
1 aiguiser, acc. : fig. τὸ φιλόνεικον PLUT exciter l’humeur querelleuse de qqn ; κεχαραγμένος τινί HDT irrité contre qqn ; χαράττεσθαί τινί τι EUR se fâcher contre qqn au sujet de qch;
2 faire une entaille, une incision, particul. écorcher, déchirer, acc. ; fig. χ. λόγῳ τινά PLUT égratigner qqn par des remarques malignes.
Étymologie: χάραξ.