γλαφυρός: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(Autenrieth)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[hollow]]; [[often]] of ships; of the [[φόρμιγξ]], Od. 8.257; a [[grotto]], Il. 18.402, Od. 2.20; a harbor, Od. 12.305.
|auten=[[hollow]]; [[often]] of ships; of the [[φόρμιγξ]], Od. 8.257; a [[grotto]], Il. 18.402, Od. 2.20; a harbor, Od. 12.305.
}}
{{Slater
|sltr=<b>γλᾰφῠρός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> hollowed i. e. chiselled ἅρμασί τε γλαφυροῖς (N. 9.12)
}}
}}

Revision as of 13:57, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρός Medium diacritics: γλαφυρός Low diacritics: γλαφυρός Capitals: ΓΛΑΦΥΡΟΣ
Transliteration A: glaphyrós Transliteration B: glaphyros Transliteration C: glafyros Beta Code: glafuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (γλάφω)

   A hollow, hollowed, νῆες Il.2.454, al.; γ. πέτρη, σπέος 2.88, 18.402; ἄντρον Agath.1.10 (Sup.); τὰ γ. τῆς γῆς Id.2.15; γ. φόρμιγξ Od. 17.262; γ. ἅρματα Pi.N.9.12; γ. λιμήν a deep harbour or cove, Od. 12.305.—In this sense Ep. and Lyr. (not in Trag.); twice in Com., Hermipp.63.11 (mock-Epic); [ποτήρια] ταπεινὰ καὶ γ. Epigen.4.3; later πόδες arched, Arist.HA538b11 (Comp.).    II polished: hence,    1 hairless, smooth, of spiders, Arist.HA555b11.    2 neat, delicate, ῥύγχος Id.PA662b8; κηρίον Id.HA554b28 (Comp.); of dishes, dainty, δειπνάριον Diph.64.1; ἐμβαμμάτια Anaxipp.1.35.    III metaph., subtle, exact, of persons and things, ὦ σοφώτατ', ὦ γλαφυρώτατε Ar.Av.1272; γ. ἀστεῖός θ' ἅμα Machoap.Ath.13.579b; γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Arist.Pol.1274b8; γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.PA650b19; εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γ. οἶσθα Dionys.Com. 3.1, cf. Plot.4.8.6; τὸ γ. subtlety, ποικίλλοντες τῷ γ. γεωμετρίαν Plu. Marc.14, cf. Iamb.in Nic.p.20 P.; γ. τέχναι, θεωρία, Ph.1.270,566: Sup., Id.2.262. Adv., Comp. -οτέρως more subtly, Arist.de An.405a8.    2 skilful, neat, χείρ Theoc.Ep.8.5; [ἀράχνιον] σοφώτατον καὶ -ώτατον Arist.HA623a8. Adv. -ρῶς, ἧττον γ. ἔχειν with less finish, Id.Pol.1271b21, cf.Alex.110.20.    3 refined, γλαφυρόν τι καὶ προσαγωγὸν ἐμειδίασεν Luc.DDeor.20.11; γ. διατριβαί Plu.Cim.13. Adv. -ρῶς, γ. καὶ περιττῶς διάγειν Id.2.989c; γ. βιώσας CIG2004 (Maced.).    4 of literary style, polished, elegant, γ. ἁρμονία D.H.Dem. 36; ῥυθμός Id.Comp.13; σύνθεσις, opp. αὐστηρά, ib.21. Adv. -ρῶς, λέγειν Id.Isoc.2; of music, ἐμελῴδει πάνυ γλαφυρὸν καὶ ἐναρμόνιον Luc. DDeor.7.4.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρός: -ά, -όν, (γλάφω) κοῖλος, «βαθουλός», κοινὸν ἐπίθετον τῶν πλοίων παρ’ Ὁμήρῳ· γλ. πέτρη, σπέος Ὅμ. ˙ γλ. φόρμιγξ, πεποιημένη κοίλη χάριν τοῦ ἤχου, Ὀδ. Ρ. 262· γλ. ἅρμα Πίνδ. Ν. 9. 28· γλ. λιμήν, βαθὺς λιμὴν ἢ ὅρμος, Ὀδ. Μ. 305. ‒ Ἐπὶ τοιαύτης σημασίας τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. καὶ Πινδ.· οὐδέποτε παρὰ Τραγ.· σπανίως παρὰ κωμ. ὡς Ἐπιγεν. Ἡρω. 1 (τὸ δὲ παρ’ Ἑρμίπ. Φορμ. 1 εἶνε ἐπικὴ παρῳδίακοῖλος δὲ εἶναι ἡ Ἀττ. λέξις. ΙΙ. λεῖος, στιλπνός, τέλειος· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, λεπτός, ἀκριβής, τὰ πάντα ἐξετάζων καὶ ἐπικρίνων, ὦ σοφώτατ’, ὦ γλαφυρώτατε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1272· γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 11· γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4, 2·‒ ἐντεῦθεν, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, ἱκανός, χεὶρ Θεόκρ. Ἐπ. 7. 5· ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 4., 9. 38, 1.‒ Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπιτηδείως, κομψῶς, Ἄλεξ. Κρατ. 1. 20· γλ. βιώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2004· γλ. ἔχειν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 1· ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 11., 7. 4· συγκρ., γλαφυρωτέρως εἴρηκε ν… , λεπτοτέρως, μετὰ πλείονος ἐπιτηδειότητος καὶ ἀκριβείας, Ἀριστ. π.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. creusé;
II. travaillé au ciseau ; ciselé, poli ; p. suite :
1 qui travaille finement, habile aux ouvrages délicats;
2 fig. de mœurs polies, élégant, gracieux ; τὸ γλαφυρόν PLUT politesse des mœurs.
Étymologie: R. Γλαφ, gratter ; cf. διαγλάφω, γλύφω.

English (Autenrieth)

hollow; often of ships; of the φόρμιγξ, Od. 8.257; a grotto, Il. 18.402, Od. 2.20; a harbor, Od. 12.305.

English (Slater)

γλᾰφῠρός
   1 hollowed i. e. chiselled ἅρμασί τε γλαφυροῖς (N. 9.12)