ἀκίνδυνος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(Bailly1_1) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non dangereux, sans péril ; [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κίνδυνος]]. | |btext=ος, ον :<br />non dangereux, sans péril ; [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κίνδυνος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰκίνδῡνος, -ον</b> <br /> <b>1</b> involving no [[danger]] ἀκίνδυνοι δἀρεταὶ [[οὔτε]] παρ' ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.9) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ [[ἔπος]] παρέχοντι i. e. [[with]] no [[danger]] of my [[being]] disbelieved (P. 2.66) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A free from danger, σιγᾶς ἀ. γέρας Simon.66; βίος Id.36, cf. E.IA17, Th.1.124; πυρετοί Hp.Aph.7.63; ἀρεταὶ ἀ. virtues that court no danger, i.e. cheap, easy virtues, Pi.O.6.9, cf. Th.3.40; ἀ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα Hyp. Lyc.8: c. gen., guaranteed against risk, ἀ. παντὸς κινδύνου IG12(7).67 (Amorgos), PTeb.105.18 (ii B. C.). II Adv. -νως E.Rh. 588, Antipho 2.4.7, etc.; ἡ ἀ. δουλεία Th.6.80; τὸ ἀ. ἀπελθεῖν αὐτούς their departure without danger to us, Id.7.68: Comp. ἀκινδυνότερον with less danger, Pl.Phd.85d: Sup. ἀκινδυνότατα, ζῆν X.Mem.2.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίνδῡνος: -ον, ἄνευ κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. γέρας, ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. δουλεία, Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ ἄνευ κινδύνου εἰς ἡμᾶς ἀναχώρησις αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dangereux, sans péril ; ἐν ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.
Étymologie: ἀ, κίνδυνος.
English (Slater)
ᾰκίνδῡνος, -ον
1 involving no danger ἀκίνδυνοι δἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.9) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι i. e. with no danger of my being disbelieved (P. 2.66) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186)