διαπρέπω: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(Bailly1_2) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[διαπρέπω]] <br /> <b>1</b> [[shine]] [[out]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
A appear prominent or conspicuous, strike the eye, h.Merc.351, Pi.O.1.2; διαπρέπον κακόν A.Pers.1007(lyr.). 2 to be eminent, ἔν τινι AP9.513 (Crin.); ἐπί τινι Luc.Salt.9, cf. D.C. 68.6; κάλλει, ὥρας ἀκμῇ, Plu.2.771e, D.C.42.34: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία E.Alc.642. 3 to be suitable, κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν Pl.Sph.219c. II c. acc. rei, adorn, E.Fr.185.
German (Pape)
[Seite 598] hervorstechen, sichtbar sein, sich auszeichnen. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπω: φαίνομαι ἔξοχος ἢ ἐπιφανής, ἐπίσημος, προσβάλλω τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) ἐξέχω ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· ὡσαύτως ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 intr. se faire remarquer, briller : τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;
2 tr. travestir.
Étymologie: διά, πρέπω.
English (Slater)
διαπρέπω
1 shine out ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)