ἑκάτερος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(Bailly1_2)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />chacun des deux, chacun en particulier : ἀπῆλθον [[ἑκάτερος]] XÉN ils s’éloignèrent chacun de son côté ; [[ἑκάτερος]] [[ἡμῶν]] THC chacun de nous deux en particulier ; <i>au plur. d’ord. pour désigner deux partis, deux groupes</i> : ἑκάτεροι <i>ou</i> [[ὡς]] ἑκάτεροι chacun des deux partis ; [[ἐξ]] ἑκατέρων LUC de chacun des deux côtés, des deux côtés ; καθ’ ἑκάτερα XÉN <i>ou</i> ἐφ’ ἑκάτερα THC <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἑκάς]].
|btext=α, ον :<br />chacun des deux, chacun en particulier : ἀπῆλθον [[ἑκάτερος]] XÉN ils s’éloignèrent chacun de son côté ; [[ἑκάτερος]] [[ἡμῶν]] THC chacun de nous deux en particulier ; <i>au plur. d’ord. pour désigner deux partis, deux groupes</i> : ἑκάτεροι <i>ou</i> [[ὡς]] ἑκάτεροι chacun des deux partis ; [[ἐξ]] ἑκατέρων LUC de chacun des deux côtés, des deux côtés ; καθ’ ἑκάτερα XÉN <i>ou</i> ἐφ’ ἑκάτερα THC <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἑκάς]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἑκᾰτερος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[each]] of [[two]], [[both]] [[Ζεὺς]] ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος [[ἀγλαός]] τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ ἄλοχον εὐειδέα θέλων [[ἑκάτερος]] ἑὰν [[ἔμμεν]] (I. 8.28)
}}
}}

Revision as of 13:59, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτερος Medium diacritics: ἑκάτερος Low diacritics: εκάτερος Capitals: ΕΚΑΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hekáteros Transliteration B: hekateros Transliteration C: ekateros Beta Code: e(ka/teros

English (LSJ)

(Dor.

   A ϝεκ- Leg.Gort.1.18, Michel995 A 49 (Delph.)), α, ον, each of two, each singly, opp. ἀμφότεροι, Lys.2.33 ; εἷς ἑ. Syngr. ap. D.35.12 ; αὐτὸ τὸ ἑ. καὶ τὸ ἀμφότερον Pl.Hp.Ma.303a, cf. Pi.I.8(7).31, Th.1.20, etc. ; when joined with a Subst., the Subst. almost always takes the Art. (so in Att. Inscrr. exc. IG12.372.137), as ἐφ' ἑ. τῷ κέρᾳ Th.5.67 ; ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑ. Id.4.93 ; ἑ. τῇ πόλει Id.5.16 : sts. with Noun or Pron. in gen., ἑκάτερος ἡμῶν Id.6.17 ; ἑκατέρᾳ τῶν χειρῶν D.S.4.10 : as nom. to pl. Verb, sts. in pl., esp. when one or both parties are in pl., ἐδικαίευν ἑκάτεροι Hdt.9.26, Pl.R.348b, etc. : in sg. with Verb in pl., ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος ἐπὶ τὰ προσήκοντα X.Cyr.5.2.22, cf.6.1.19 ; repeated in ref. to each of two parties, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγρούς Pl.R.470d : with Particles and Preps., ὡς ἑκάτεροι Th.3.74 ; ἐφ' ἑκάτερα both ways, Id.5.73 ; καθ' ἑκάτερα X.An.5.6.7 ; ἐξ ἑκατέρων Luc.Am.14.    2 = ἕκαστος, Id.Alex.49.

German (Pape)

[Seite 751] (Comparativendung von Zweien, wie ἕκαστος die Superlativendung von Mehreren), jeder von zweien, jeder von beiden für sich besonders, wie ἀμφότεροι beide zusammen; ἵν' ἐν μέρει πρὸς ἑκατέραν, ἀλλὰ μὴ πρὸς ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις κινδυνεύσωσιν Lys. 2, 33, wie Dem. 35, 12 καὶ ἑνὶ ἑκατέρῳ u. καὶ ἀμφοτέροις sich entspricht; Pind. I. 7, 28; ἐφ' ἑκατέρας τῆς ἠπείρου, in Europa und in Asien, Isocr. 4, 35; ἑκάτερος ἡμῶν Thuc. 6, 17. – Auch hier steht, wie bei ἕκαστος, doch selten, der plur. des Verbums, καὶ τεῖχος ἑκάτερος τειχίσασθαι ἔφασαν Xen. Cyr. 6, 1, 19, wie 5, 2, 22. – Gew. hat das dabeistehende subst. den Artikel, ἐφ' ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ Thuc. 5, 67. seltner in umgekehrter Stellung, ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑκατέρῳ Thuc. 4, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάτερος: ᾰ, α, ον (ἴδε ἕκαστος ἐν τέλει), ἕκαστος ἐκ τῶν δύο, ἕκαστος ἐκ τῶν δύο καθ’ ἑαυτὸν χωριστὰ (καὶ ἑπομένως ἀντίθετον τῷ ἀμφότεροι, - «ἀμφότεροι καὶ ἑκάτεροι διαφέρουσιν. Ἀμφότεροι μὲν γὰρ ἐροῦμεν, ὅταν ἐν τῷ αὐτῷ κατὰ τὸ αὐτὸ πράττωσιν· ἀμφότεροι τὴν δοκὸν μίαν οὖσαν φέρουσιν. Ἑκάτεροι δέ, ἐπειδὰ χωρὶς ἑκάτερος τὸ ἑαυτοῦ πράττῃ, οἷον ἑκάτερος αὐτῶν δοκὸν φέρει, ἤτοι ὅταν ἑκάτερος αὐτῶν μίαν φέρῃ κατ’ ἰδίαν» Ἀμμώνιος σ. 14, - Ἡρόδ. 9. 26, Λυσ. 193, ἐν τέλ.· παρὰ Δημ. 927. 1), πρῶτον παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 63, Θουκ., κλ.· τιθεμένου δὲ μετὰ οὐσιαστικοῦ, τοῦτο σχεδὸν πάντοτε λαμβάνει ἄρθρον, ὡς, ἐφ’ ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ Θουκ. 5. 67· ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑκατέρῳ ὁ αὐτ. 4. 93· ἐν ἑκατέρᾳ τῇ πόλει ὁ αὐτ. 5. 16· - ἀλλὰ τὸ ὄνομα ἢ ἡ ἀντωνυμία τίθεται ἐνίοτε κατὰ γενικήν, ἑκάτερος ἡμῶν ὁ αὐτ. 6. 17· ἑκατέρᾳ τῶν χειρῶν Διόδ. 4. 10· - ὡς ὑποκείμενον πληθ. ῥήματος τίθεται ἐνίοτε κατὰ πληθ. μάλιστα ὅταν ἑκάτερον τῶν μερῶν εἶναι πληθ., ἐδικαίευν γὰρ αὐτοὶ ἑκάτεροι ἔχειν τὸ ἕτερον κέρας Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 348Α, κτλ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Λατ. uterque, καθϳ ἑνικ. μετὰ πληθ. ῥήματος, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος ἐπὶ τὰ προσήκοντα Ξεν. Κύρ. 5. 2, 22, πρβλ. 6. 1, 19: - ἐνίοτε δὲ ἐπαναλαμβάνεται κατ’ ἀναφορὰν πρὸς ἑκάτερον τῶν δύο μερῶν, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγροὺς Πλάτ. Πολ. 470D, πρβλ. 348Α· - μετὰ προθ. καὶ ἄλλων μορίων, ὡς ἑκάτεροι Θουκ. 3. 74· ἐφ’ ἑκάτερα ὁ αὐτ. 5. 73· καθ’ ἑκάτερα Ξεν. Ἀν. 5. 6, 7· ἐξ ἑκατέρων Λουκ. Ἔρωτ. 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
chacun des deux, chacun en particulier : ἀπῆλθον ἑκάτερος XÉN ils s’éloignèrent chacun de son côté ; ἑκάτερος ἡμῶν THC chacun de nous deux en particulier ; au plur. d’ord. pour désigner deux partis, deux groupes : ἑκάτεροι ou ὡς ἑκάτεροι chacun des deux partis ; ἐξ ἑκατέρων LUC de chacun des deux côtés, des deux côtés ; καθ’ ἑκάτερα XÉN ou ἐφ’ ἑκάτερα THC m. sign.
Étymologie: ἑκάς.

English (Slater)

ἑκᾰτερος
   1 each of two, both Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)