δώδεκα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[twelve]]; [[with]] πάντες, [[πᾶσαι]], ‘[[twelve]] in [[all]]’; [[δωδέκατος]], [[twelfth]].
|auten=[[twelve]]; [[with]] πάντες, [[πᾶσαι]], ‘[[twelve]] in [[all]]’; [[δωδέκατος]], [[twelfth]].
}}
{{Slater
|sltr=[[δώδεκα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[twelve]] τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ [[μετὰ]] δώδεκ' ἀνάκτων [[θεῶν]] (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “[[δώδεκα]] δὲ [[πρότερον]] ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: [[with]] its [[race]] of [[twelve]] rounds ) (P. 5.33) τετραορίας [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δώδεκα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[twelve]] τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ [[μετὰ]] δώδεκ' ἀνάκτων [[θεῶν]] (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “[[δώδεκα]] δὲ [[πρότερον]] ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: [[with]] its [[race]] of [[twelve]] rounds ) (P. 5.33) τετραορίας [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
|sltr=[[δώδεκα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[twelve]] τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ [[μετὰ]] δώδεκ' ἀνάκτων [[θεῶν]] (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “[[δώδεκα]] δὲ [[πρότερον]] ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: [[with]] its [[race]] of [[twelve]] rounds ) (P. 5.33) τετραορίας [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
}}
}}

Revision as of 14:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώδεκα Medium diacritics: δώδεκα Low diacritics: δώδεκα Capitals: ΔΩΔΕΚΑ
Transliteration A: dṓdeka Transliteration B: dōdeka Transliteration C: dodeka Beta Code: dw/deka

English (LSJ)

   A v. δυώδεκα.

German (Pape)

[Seite 693] οἱ, αἱ, τά, indecl., zwölf; Homerische Formen: δώδεκα, Iliad. 11, 25 Odyss. 2, 353; δυώδεκα, Iliad. 18, 230 Odyss. 9, 159; δυοκαίδεκα, Iliad. 6, 93 Odyss. 9, 195, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 557.

Greek (Liddell-Scott)

δώδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δυώδεκα.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
douze.
Étymologie: δύο, δέκα.

English (Autenrieth)

twelve; with πάντες, πᾶσαι, ‘twelve in all’; δωδέκατος, twelfth.

English (Slater)

δώδεκα
   1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds ) (P. 5.33) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.

English (Slater)

δώδεκα
   1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds ) (P. 5.33) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.