ἐνσκίμπτω: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ἐνισκίμπτω]]. | |auten=see [[ἐνισκίμπτω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
poet. ἐνισκ-, Ep. and Lyr. form of ἐνσκήπτω,
A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in, βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— Pass., stick in, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612. II hurl upon one, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58 (v.l. ἐνέσκηψε) ; ὁππότ' ἀνίας . . πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765; of a snake, ἐνισκ. ἰόν Nic.Th.140; βλοσυρὸν δάκος ib.336.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισκίμπτω, fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος, wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., δόρυ οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσκίμπτω: καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. τύπος τοῦ ἐνσκήπτω, χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· ἐμβάλλω, εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. ἐξακοντίζω ἐναντίον τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐνισκίμπτω;
ao. ἐνέσκιμψα, ao. Pass. 3ᵉ sg. poét. ἐνισκίμφθη;
appuyer sur : τί τινι une chose sur une autre.
Étymologie: ἐν, σκίμπτω.
English (Autenrieth)
see ἐνισκίμπτω.