ἀνάριθμος: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />innombrable, immense ; [[ἀνάριθμος]] θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀριθμός]]. | |btext=ος, ον :<br />innombrable, immense ; [[ἀνάριθμος]] θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀριθμός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἀνᾰρῐθμος</b> <br /> <b>1</b> [[countless]] ἀναρίθμων [[ἀνδρῶν]] χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], poet. ἀνήριθμος, ον,
A without number, countless, Sapph.Supp.20.10, Pi.I.5(4).50; κυμάτων ἀ. γέλασμα A.Pr.90; πλῆθος ἀνάριθμοι Id.Pers.40: c. gen., ἀ. ὧδε θρήνων without count or measure in lamentations, S.El.232; μηνῶν ἀ. (Herm. for μήλων) without count of months, Id.Aj.604 (lyr.); ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται by [the loss of] countless hosts of them... Id.OT179; χρόνον . . ἡμερῶν ἀνήριθμον Id.Tr.247. II without number, i. e. having no assigned number, Plot.6.6.11. 2 not numerable, Dam.Pr.117. [ἀνᾰρῑθμος Sapph. l. c., A.Pers.40 (lyr.); ἀνᾰρῐθμος in E.Ba.1335 (iamb.). S. has ἀνᾰρῐθμος in lyr., OT167,179, El.232. S. also uses ἀνήρῐθμος in lyr., Aj.604: Theoc. has ἀνᾱριθμος 15.45, but ἀνᾰριθμος 16.90.]
German (Pape)
[Seite 205] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; πλῆθος Aesch. Pers. 40; πήματα, πόλις, Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. ἀναρίθμητος, s. auch ἀνήριθμος. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀνήριθμος, ον, ἀναρίθμητος, «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. γέλασμα)· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., ἀνάριθμος ὧδε θρήνων, ἄμετρος οὕτως εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν ἀνήριθμος (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), ἄνευ ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· ἀλλά, χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· ἁπλῶς ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. ὡσαύτως μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
innombrable, immense ; ἀνάριθμος θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.
Étymologie: ἀ, ἀριθμός.
English (Slater)
ἀνᾰρῐθμος
1 countless ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50)