ἄνοσος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />exempt de maladie ; [[ἄνοσος]] κακῶν EUR non atteint de maux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νόσος]].
|btext=ος, ον :<br />exempt de maladie ; [[ἄνοσος]] κακῶν EUR non atteint de maux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νόσος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰνοσος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[without]] [[sickness]] κεῖνοι [[γάρ]] τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι (sc. θεοί) fr. 143. 1.
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοσος Medium diacritics: ἄνοσος Low diacritics: άνοσος Capitals: ΑΝΟΣΟΣ
Transliteration A: ánosos Transliteration B: anosos Transliteration C: anosos Beta Code: a)/nosos

English (LSJ)

Ion. and Ep. ἄνουσος, ον,

   A without sickness, healthy, sound, of persons, ἀσκηθέες καὶ ἄ. Od.14.255; ἄ. καὶ ἀγήραοι Pi.Fr.143, cf. Pl.Ti.33a; ἄπηρος, ἄ. Hdt.1.32; λῶστον δὲ τὸ ζῆν ἄ. S.Fr.356. Adv. ἀνόσως, διάγειν Hp.Epid.1.1; ζῆν Ph.1.267; ἄ. ᾤχετ' ἐς ἡμιθέους IG 5(2).472.13 (Megalopolis, ii/iii A.D.).    2 c. gen., ἄ. κακῶν untouchid by ill, E.IA982; ἄ. πρὸς τὰ ἄλλα ἀρρωστήματα, τῶν ἄλλων ἀρρωστημάτων, Arist.HA604a12,22.    3 of a season, free from sickness, ἔτος ἄ. ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Th.2.49; ἕξις, λόγος ἄ., Plu.Cic.8,2.7b.    II of things, not causing disease, harmless, E.Ion1201.

German (Pape)

[Seite 242] ohne Krankheit, v. Personen, Plat. Phaed. 111 b; übertr., κόσμος Tim. 33 a; Plut. de cduc. 9 λόγον οὐκ ἄνοσον μόνον ἀλλὰ καὶ εὔρωστον εἶναι δεῖ; Thuc. 2, 49 ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας, das Jahr war frei von andern Krankheiten; allgemein, Eur. ἄνοσος κακῶν l. A. 982; unschädlich, θεοῦ λοιβή Ion. 1216; gesund, von Oertern. – Adv. ἀνόσως, s. ἄνουσος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοσος: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἄνουσος, ον, ὁ ἄνευ νόσου, ὑγιής, πλήρης ὑγείας, ἐπὶ προσώπων, ἀσκηθέες καὶ ἄν. Ὀδ. Ξ. 255· ἄν. καὶ ἀγήρασι Πινδ. Ἀποσπ. 107, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 33Α· ἄπηρος, ἄν. Ἡρόδ. 1. 32· λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄνοσον Σοφ. Ἀποσπ. 326· ἀγήρως καὶ ἄνοσ. Πλάτ. Τίμ. 33Α: - Ἐπίρρ. ἀνόσως διάγειν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 939. 2) μετὰ γεν., ἄνοσος κακῶν, ἀπρόσβλητος ὑπὸ κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 982· ἄν. πρὸς τὰ ἄλλα ἀρωστήματα ἢ τῶν ἄλλων ἀρωστημάτων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 22, 2., 24, 1. 3) ἐπὶ χρονικῆς περιόδου, ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Θουκ. 2. 49· ἕξις, λόγος ἄνοσος Πλουτ. Κικ. 8, κτλ. - Ἐπίρρ. ἀνόσως, τὸ δ’ ἀνόσως τοῦτο πάσχειν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἀσθένειαν, ἀβλαβής, Εὐρ. Ἴων 1201.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exempt de maladie ; ἄνοσος κακῶν EUR non atteint de maux.
Étymologie: ἀ, νόσος.

English (Slater)

ᾰνοσος
   1 without sickness κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι (sc. θεοί) fr. 143. 1.