μίμνω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[μένω]].
|auten=see [[μένω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μίμνω]] μιμν ἀκάμ[ (supp. Snell) Δ. 4. f. 9.
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίμνω Medium diacritics: μίμνω Low diacritics: μίμνω Capitals: ΜΙΜΝΩ
Transliteration A: mímnō Transliteration B: mimnō Transliteration C: mimno Beta Code: mi/mnw

English (LSJ)

ἔμιμνον, Poet. redupl. pres. and impf. of μένω; Ep. dat. pl. part.

   A μιμνόντεσσι Il.2.296; later Ep. impf. μίμνασκον Orph.L.108:— stay, stand fast, in battle, Il.13.713, 15.727, etc.    2 tarry, μετόπισθε μιμνέτω, ὥς κε κτλ. 6.69, etc.    3 of things, remain, σόα μ. Od. 13.364:—Med., κλέος . . μίμνεται ἀθάνατον Epigr.Gr.265 (Crete).    4 of things, remain, be left for one, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμός A.Ag.1149, cf. 154 (lyr.).    II c. acc., await, esp. an enemy's attack, οὐδ' ἄρα μιν μίμνον Il.5.94, etc.; of time, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν 9.662, etc.; πλόον ὡραῖον Hes. Op.630.    2 impers., μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς παθεῖν τὸν ἔρξαντα it awaits him to suffer, A.Ag.1563 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 187] poet. = μένω, bleiben; Hom. u. Hes., nur im praes. u. imperf., ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστιν ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι Il. 2, 296, μιμνέτω 19, 188; c. accus., erwarten, standhalten, bestehen, ὀξὺν ἄρηα Il. 17, 721, ἀνέρα 22, 38, öfter ἠῶ, die Morgenröthe erwarten; Aesch. Ag. 143; Eur. Med. 440; sp. D., wie Mel. 90 (V, 152).

Greek (Liddell-Scott)

μίμνω: σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ μένω (δηλ. μιμένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), καὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ μένω, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔδει νὰ ᾖ μακρά· διὸ εὕρηται μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μιμνόντεσσι, Ἐπικ. δοτ. πληθυντ. μετοχ. ἀντὶ μίμνουσι, Ἰλ. Β. 296. Μένω, μένω σταθερὸς ἐν τῇ μάχῃ, Ν. 713, Ο. 727, κτλ. 2) μένω, βραδύνω, μετόπισθεν μιμνέτω, ὥς κεν Ζ. 69, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, διαμένω σόα μ. Ὀδ. Ν. 364· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλέος... μίμνεται ἀθάνατον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 265. 4) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπολείπομαι, παραμένω διά τινα, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, πρβλ. 154. ΙΙ. μετ’ αἰτ., περιμένω τινά, περιμένω τὴν ἐπίθεσιν αὐτοῦ, οὐδ’ ἄρα μιν μίμνον Ἰλ. Ε. 94, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπροσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, περιμένει πάθημα τὸν πράξαντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149. 2) ἐπὶ χρόνου, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν Ἰλ. Ι. 662, κτλ.· πλόον ὡραῖον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. intr.
1 rester à la même place;
2 durer, persévérer, continuer;
3 avec un suj. de chose μίμνει τινί τι ESCHL il reste qch à qqn ; avec un inf. pour suj. il reste à, etc.
II. tr. attendre, acc. ; particul. attendre de pied ferme, affronter, braver, acc..
Étymologie: p. *μιμένω, de la R. Μεν avec redoubl. ; cf. μένω.

English (Autenrieth)

see μένω.

English (Slater)

μίμνω μιμν ἀκάμ[ (supp. Snell) Δ. 4. f. 9.