φύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος;<br /><b>1</b> (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; <i>en gén.</i> les gardes d’une place de garnison ; gardes du corps, gardes d’un prince;<br /><b>2</b> (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
|btext=ακος;<br /><b>1</b> (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; <i>en gén.</i> les gardes d’une place de garnison ; gardes du corps, gardes d’un prince;<br /><b>2</b> (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.
}}
{{Slater
|sltr=<b>φῠλαξ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[guardian]] [[γείτων]] καὶ κτεάνων [[φύλαξ]] ἐμῶν (Ἀλκμάν) (P. 8.58) ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]], καὶ σεμνῶν ἀδύτων [[φύλαξ]] fr. 95. 2. μάλων χρυσέων [[φύλαξ]] (sc. Πίνδαρός [[πού]] φησιν [[εἶναι]], Liban., ep., 36. 1) fr. 288.
}}
}}

Revision as of 14:43, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαξ Medium diacritics: φύλαξ Low diacritics: φύλαξ Capitals: ΦΥΛΑΞ
Transliteration A: phýlax Transliteration B: phylax Transliteration C: fylaks Beta Code: fu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): (φυλάσσω):—

   A watcher, guard, sentinel, Hom. (only in Il., always masc. and in pl.), φύλακες ἄνδρες 9.477; ἡγεμόνες φυλάκων ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. (Hdt. uses φυλακός, exc. in signf. 11), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.Supp. 303; νεὼς σῆς φ. S.Ph.543; δράκοντα μήλων φ. Id.Tr.1100, al.; φ. τοῦ τείχους Th.2.78, cf. IG12.44.14, al.; φ. κατὰ τὰς πύλας X.HG4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; οἱ φ. the garrison, Th.6.100, X. An.4.2.5, etc.; φύλακες τοῦ σώματος body-guards, Pl.R.566b; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Id.Cri.43a; τω-ν αἰχμαλώτων X.HG4.5.6, etc.: λόχοι φύλακες bodies of reserve, Id.An.6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.Fr.316, cf. S.Aj.36, OC355, E.Andr.86: metaph., flames (φλόγες) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the hospitable table is φ. φιλίας Timocl.13.    II guardian, keeper, protector, Hes.Op.123,253; κτεάνων Pi.P.8.58; δωμάτων, χώρας φ., A.Ag.914, S.OT1418, etc.; παιδός Hdt.1.41; τῆς γυναικός X.Cyr.6.3.14; τῆς πολιτείας And.4.16, cf. Pl.R.374d, al.; τῆς ἀρχῆς Lys.12.94; τω-ν νόμων Pl.Lg.966b; τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.Tr.462, Pl.Plt.305c, X.Mem.2.1.32; of a divinity, Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου SIG985.51 (Philadelphia, i B. C.): also φ. Ἀργείου δορός a protector against it, E.Ph.1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the ἀγορανόμοι, Lys. 22.16.    2 observer, τοῦ δόγματος Pl.R.413c; τοῦ ἐπιταττομένου X.Cyn.12.2.    3 of things, [στήλην] ὥσπερ φ. τῆς δωρεᾶς Plu. Nic.3.    4 chain, keeper, φ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, IG7.3498.8 (Orop.), Inscr.Délos1426 Bii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417B i93(ii B. C.).    5 bandage, Gal.19.144. (Cf.Lat.bubulcus (Ital. bifolco), subulcus.)

German (Pape)

[Seite 1313] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν φύλαξ Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ ὄπισθεν φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἴδε κατωτ. (φυλάσσω)· ― ὡς καὶ νῦν, ὁ φυλάττων, φρουρός, Λατ. excubitor, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ὡς ἀρσ. καὶ ἐν τῷ πληθ., φύλακες ἄνδρες Ι. 477· ἡγεμόνες φυλάκων αὐτόθι 85, πρβλ. Κ. 58· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ. (ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ τύπῳ φύλακος, ὁ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), δωμάτων, χώρας φ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1418, κλπ.· φύλακα ἐφιστάναι τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 303· φ. νεὼς σῆς Σοφ. Φιλ. 543· δράκοντα μήλων φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1100, κ. ἀλλ.· φ. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 78· φ. κατὰ πύλας Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 8· φύλακας καταστῆσαι Λυσίας 154. 38, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5· οἱ φ., ἡ φρουρά, Θουκ. 6. 100, Ξεν. κλπ., φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, Πλάτ. Πολ. 566Β· ἔχειν φύλακας περὶ αὑτὴν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, πρβλ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 66· ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Πλάτ. Κρίτων 43Α· τῶν αἰχμαλώτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6, κλπ. ― λόχοι φύλακες, ἐφεδρεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3 (5), 9· ― ὡς θηλ. (πρβλ. φυλακίς), ἔστι κἀμοὶ κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 36, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 355, Εὐρ. Ἀνδρ. 86, Τρῳ. 462, Πλάτ. Πολιτικ. 305C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· οὕτω μεταφ., αἱ φλόγες καλοῦνται φύλακες Ἡφαίστου κύνες, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· καὶ ἡ τράπεζα τοῦ φιλοξενοῦντος λέγεται φύλαξ, φύλαξ φιλίας Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2. ΙΙ. κηδεμών, προστάτης, φύλαξ, ὑπερασπιστής, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, 251· κτεάνων Πινδ. Π. 8. 81· τοῦ παιδὸς Ἡρόδ. 1. 41· τῆς γυναικὸς Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 3, 14· τῆς πολιτείας Ἀνδοκ. 31. 12· τῆς ἀρχῆς Λυσίας 129. 4· τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 966Β· τῆς εἰρήνης Ἰσοκρ. 77C· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., λοχαγέτας πύλας ἐφ’ ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Φοίν. 1094. 2) ὁ τηρῶν, φυλάττων, ἐκτελεστής, τοῦ δόγματος Πλάτ. Πολ. 413C· τοῦ ἐπιταττομένου Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι, Λυσίας 165. 54, πρβλ. Πλουτ. Νικ. 3.

French (Bailly abrégé)

ακος;
1 (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; en gén. les gardes d’une place de garnison ; gardes du corps, gardes d’un prince;
2 (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne en gén.
Étymologie: DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.

English (Slater)

φῠλαξ
   1 guardian γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν (Ἀλκμάν) (P. 8.58) ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων, καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρός πού φησιν εἶναι, Liban., ep., 36. 1) fr. 288.